"Η Γειτονιά των Ταπεινών", του Π. Μ. Σωτήρχου - ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΡΕΚΑΛΕΣΕ ΑΝΘΡΩΠΟΝ ΓΙΑ ΒΟΗΘΕΙΑ!

"Η Γειτονιά των Ταπεινών", του Π. Μ. Σωτήρχου - ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΡΕΚΑΛΕΣΕ ΑΝΘΡΩΠΟΝ ΓΙΑ ΒΟΗΘΕΙΑ!

Ευρετήριο Άρθρου

ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΡΕΚΑΛΕΣΕ ΑΝΘΡΩΠΟΝ ΓΙΑ ΒΟΗΘΕΙΑ! 

-Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών! 

Τι να πή κανείς και τι να σκεφθή και τι να αναφέρη για τον Παντοδύναμο και Πολυέλεο θεό και τις απερίγραπτες δωρεές του στον άνθρωπο, πού επλάσθη βεβαίως «βραχύ τι παρ' αγγέλους» (Έβρ. β' 7), δηλαδή, λίγο κατώτερον από τους Αγγέλους, αλ­λά του έδωσε τέτοιες δυνατότητες, ώστε να επιτελή, όπως μας το βεβαιώνει ό Θεάνθρωπος, μεγαλύτερα έργα από εκείνα, πού έκανε ο ίδιος, όταν βρισκόταν και σωματικώς κοντά μας: «Αμήν αμήν λέγω υμίν, ο πισετύων εις εμέ, τα έργα α εγώ ποιώ κακείνος ποιή­σει, και μείζονα τούτων ποιήσει» (Ίω. ιδ' 12). Διότι, πάλιν κατά την διαβεβαίωσιν του Κυρίου: «Πάντα δυνατά τω πιστεύοντι» (Μάρκ. θ' 23). Το ότι όμως έ­δωσε στους ανθρώπους τόσες δυνάμεις, με την πίστη και την προσευχή, ώστε και οι Άγγελοι ακόμα να παρακαλέσουν ανθρώπους, να προσευχηθούν υπέρ αυτών, δεν μπορεί να το χωρέση το ανθρώπινο μυα­λό και η λογική του κόσμου τούτου! 

Έγινε όμως και αυτό και άλλα πολλά θαυμάσια και υπερθαυμάσια στη ζωή των ανθρώπων, που πί­στεψαν αληθινά και αγάπησαν ολόκαρδα τον Τριαδι­κό Θεό μας και προσεύχονται νύχτα και μέρα, για το «Μέγα έλεος», που μας εχάρισε μαζί με την «αιώνιο ζωή», κατά τον λόγο της Εκκλησίας. Μια τέτοια φοβερή και υπερθαύμαστη περίπτωση μας αναφέρει το θεοφώτιστον «Γεροντικόν», και πολύ πρέπει να την προσέξουμε και να την κατανοήσουμε βαθειά, όπως ιστορείται με αληθινή ταπεινοφροσύνη, χωρίς ονόμα­τα και ματαιόσπουδες αναφορές. Ακούστε λοιπόν, τί έχει καταγράψει το «Γεροντικόν» από την μεγάλη και πανένδοξη γειτονιά των ταπεινών της ερήμου: 

-«Όπως διηγήθηκε κάποιος Γέροντας, υπήρχε έ­νας Αναχωρητής, που κατοικούσε στην πιο βαθειά έ­ρημο για πολλά χρόνια, με πολλές στερήσεις και δυ­σκολίες, τις όποιες υπέμενε για την αγάπη του Χρι­στού, που κι Εκείνος έζησε στην έρημο και νήστεψε τελείως και προσεύχονταν για σαράντα ημέρες και νύχτες, για να μας δείξη με έργα, την μεγάλη δύνα­μη, που χαρίζει η νηστεία και η προσευχή, και κυ­ρίως η ολοκληρωτική αφοσίωση στον Πανάγαθο Θεό. Έτσι και αυτός ο άγνωστος Αναχωρητής είχε φθάσει σε υψηλά μέτρα αρετής και καθαρότητος, ώ­στε να απόκτηση το χάρισμα της διοράσεως και να συναναστρέφεται με τους Αγγέλους. 

Μια ήμερα συνέβη το ακόλουθο γεγονός: Δύο α­δελφοί μοναχοί άκουσαν γι' αυτό τον μεγάλο Αναχω­ρητή και θέλησαν να τον συναντήσουν, να τον γνωρί­σουν προσωπικά και να ωφεληθούν από αυτόν, για την σωτηρία τους. Βγήκαν λοιπόν από το κελλί τους, οπού ασκούνταν μαζί, πήραν τα απαραίτητα και ξε­κίνησαν να τον βρουν στην μέσα έρημο, όπου δεν υ­πάρχουν δρόμοι και άλλες ενδείξεις σε ποιο σημείο και σε ποιο σπήλαιο ζούσε και αγωνιζόταν ο κάθε α­σκητής. Οι περισσότεροι έμεναν άγνωστοι και μονά­χα τυχαίως τους συναντούσε κανείς. Μερικές φορές μάλιστα και όχι λίγες, τους εύρισκαν πεθαμένους και άταφους και τους έθαβαν εκεί, πού τους βρήκαν. Τούτοι οι δυο μοναχοί ξεκίνησαν με πίστη στο Θεό, ότι θα τους βοηθήση να συναντήσουν τον μεγάλο Α­ναχωρητή και να λάβουν κάποια πνευματική βοή­θεια και σωστή καθοδήγηση στο έργο τους. 

Περπάτησαν μερικές ημέρες μέσα στην αφιλόξε­νη έρημο και με την βοήθεια του Θεού, πλησίασαν στο μέρος όπου βρισκόταν η σπηλιά του Αναχωρητή και ήταν χαρούμενοι, που δεν πλανήθηκαν άδικα μέ­σα στην έρημο και ότι θα τον συναντούσαν επί τέ­λους και θα μιλούσαν μαζί του. Καθώς όμως προχω­ρούσαν βλέπουν από μακρυά κάποιον, πού έμοιαζε με άνθρωπο και ήταν ντυμένος με ολόλευκα ρούχα και στέκονταν πάνω σε έναν λόφο, που βρισκόταν ο­λόγυρα στην περιοχή και σε απόσταση τριών περί­που μιλίων. Τότε εκείνος ο λευκοντυμένος τους εφώναξε από μακρυά: «Αδελφοί, αδελφοί». Οι δυο μο­ναχοί τον πλησίασαν και τον ρώτησαν: «Εσύ ποιος είσαι και τί θέλεις;». 

-Ξέρω ότι πάτε να συναντήσετε τον άγιο Αναχω­ρητή, απάντησε. Σάς παρακαλώ να του πήτε μια φράση. 

-Ποια φράση θέλεις να του πούμε; ξαναρώτησαν οι δυο μοναχοί. 

-Να του πήτε: «Θυμήσου αυτό, που σε παρακά­λεσα». Αυτό μόνο να του πήτε. 

Οι δυο μοναχοί υποσχέθηκαν ότι θα πουν αυτή την φράση στον άγιο Αναχωρητή και συνέχισαν τον δρόμο τους με την απορία, ποιος ήταν αυτός ο λευ­κοντυμένος και τί ήταν αυτό, που ζητούσε από τον Γέροντα ερημίτη. Δεν μπορούσαν όμως να καταλά­βουν τίποτε και ακόμα τί ήθελε σ' αυτήν την ερημιά, όπου κάνει φοβερή ζέστη την ημέρα και αβάσταχτο κρύο τη νύχτα. Συνέχισαν όμως την πορεία τους προσευχόμενοι μέχρι, που έφτασαν στην σπηλιά του με­γάλου Αναχωρητή. Έπεσαν αμέσως στα πόδια του με μεγάλη ευλάβεια και τον παρεκάλεσαν να ακού­σουν από το στόμα του λόγον σωτηρίας και να τους πή πώς να αγωνίζονται κατά Θεόν. Ο Γέροντας τους περιποιήθηκε με ό,τι είχε και τους μίλησε για τα πνευματικά ζητήματα και κυρίως για το άπειρον έλε­ος του Θεού, πού είναι ένας απερίγραπτος ωκεανός κι εμείς πρέπει να ζούμε στον ωκεανό αυτό, όπως τα ψάρια μέσα στην θάλασσα. Γιατί, τους είπε, αυτός είναι ο προορισμός μας. Και πρόσθεσε; 

-Όταν βγουν τα ψάρια από την θάλασσα πεθαί­νουν. Έτσι και η ψυχή αν χάση το έλεος του Θεού, ζή μέσα στον θάνατο χωρίς να αφανίζεται. Μόνον υ­ποφέρει και δυστυχεί. Κάποτε είχαμε όλο αυτό το έ­λεος και ζούσαμε στον Παράδεισο. Με την παρακοή βρεθήκαμε στην ερημιά αυτού του κόσμου, γι' αυτό και οι μετανοούντες πηγαίνουν στην έρημο για να σωθούν. Έξω από τον κόσμο της πονηρίας, πού όλο ανακαλύπτει προφάσεις, για να ζή έξω από το έλεος του Θεού. 

-Και πώς ξανακερδίζει κανείς το έλεος του Θεού άγιε πάτερ; 

-Με την δακρυσμένη μετάνοια και την ολόκαρδη προσευχή, παιδιά μου. 

Τους είπε και άλλες ψυχοσωτήριες διδασκαλίες ο Αναχωρητής και εκείνοι του διηγήθηκαν πώς ξεκίνη­σαν να φτάσουν κοντά του και του ανέφεραν και για τον λευκοντυμένο άνθρωπο, που συνάντησαν και εί­παν την φράση «Θυμήσου αυτό, που σε παρακάλε­σα». Ο Γέροντας κατάλαβε και ήξερε ποιος ήταν ο λευκοντυμένος, αφού είχε τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος και συναναστρέφονταν με τους Αγγέλους. Προσποιήθηκε ότι δεν τον ήξερε και τους είπε μάλιστα: 

-Κανένας άλλος άνθρωπος δεν κατοικεί εδώ γύρω. 

Και έλεγε την αλήθεια, γιατί μίλια ολόγυρα στην σπηλιά του Αναχωρητή δεν κατοικούσε άλλος άν­θρωπος. Εκείνοι όμως επέμεναν και του έλεγαν οτι τον είδαν στην κορυφή του γειτονικού λόφου και έ­καναν μετάνοιες και τον πίεζαν να πή ποιος ήταν και τί ήθελε από αυτόν. Αγκάλιασαν τα πόδια του Γέροντα και έτσι πεσμένοι τον παρακαλούσαν να τους πή, για ψυχική τους ωφέλεια. Στο τέλος ο μεγά­λος Αναχωρητής έκανε αγάπη και υποχώρησε στην παράκληση τους. Τους σήκωσε όρθιους και τους εί­πε, δεσμεύοντας την ειλικρίνειά τους: 

-Δώστε μου τον λόγο σας, οτι δεν θα μιλήσετε ε­παινετικά για μένα, σε κανέναν άνθρωπον, οτι είμαι άγιος και τα παρόμοια, μέχρι να φύγω από αυτόν τον κόσμο και να πάω στον Κύριο μας, και τότε θα σας μιλήσω καθαρά για το ζήτημα αυτό. 

Εκείνοι έδωσαν τον λόγο τους, δεσμεύτηκαν μαζί του και ο Γέροντας έκανε τον σταυρό του και τους είπε: 

-Αυτός, που τον είδατε ντυμένο στα λευκά, πάνω στην κορφή του λόφου, είναι Άγγελος Κυρίου. Ήρ­θε εδώ σε μένα τον αδύναμο και με παρακάλεσε, λέ­γοντας: «Ικέτευσε τον Κύριο για μένα, ώστε να επι­στρέψω στον τόπο μου, γιατί έχει πια συμπληρωθή ο χρόνος, που ορίστηκε σε βάρος μου από τον Θεό». Ε­γώ τότε τον ερώτησα, ποία είναι η αιτία της ποινής του. Και εκείνος αποκρίθηκε: «Συνέβη σε μια πόλη ε­παρχιακή, πολλοί άνθρωποι να παροργίσουν τον Θε­όν με τις αμαρτίες τους για μεγάλο χρονικό διάστη­μα. Με έστειλε λοιπόν ο Κύριος να τους παιδεύσω με ευσπλαγχνία. Εγώ όμως όταν τους είδα να ασε­βούν πολύ τους επέβαλα μεγαλύτερο παιδεμό, με α­ποτέλεσμα να εξοντωθούν πολλοί άνθρωποι.. Γι’ αυ­τό μου επεβλήθη η απομάκρυνσή μου από προσώπου του Θεού, πού μου είχε αναθέσει την αποστολή». 

-Και όταν τον ρώτησα, συνέχισε ο Αναχωρητής, πώς είμαι άξιος να παρακαλέσω τον Θεό για έναν Άγγελον, εκείνος μου απάντησε: «Αν δεν ήξερα οτι ο Θεός δέχεται την προσευχή των γνησίων δούλων του, δεν θα ερχόμουν εδώ και δεν θα σε ενοχλούσα». Εγώ αναλογίστηκα εκείνη την στιγμή το αμέτρητο έ­λεος του Κυρίου και την άπειρη αγάπη του προς τον άνθρωπον, που τον έκανε άξιο να μιλά μαζί του και να τον βλέπη, επίσης οι Άγγελοι να υπηρετούν τους ανθρώπους και να έχουν επαφή μαζί τους, όπως έχει γίνει με τους μακάριους δούλους του Ζαχαρία (Λουκ. α' 11) και Κορνήλιο (Πράξ. ι' 1) και τον Προφήτη Η­λία (Γ' Βασιλειών ιθ' 5-7) και τους άλλους αγίους. Έ­νοιωσα κατάπληξη με όλα αυτά και δόξασα την ευ­σπλαγχνία του. 

Ο Γέροντας σταμάτησε ξαφνικά την κουβέντα και άρχισε να προσεύχεται με δάκρυα. Δεν τους απο­κάλυψε τίποτε άλλο, γιατί μετά το περιστατικό αυτό ο τρισμακάριστος Αναχωρητής αναπαύτηκε εν Κυρίω. Οι δύο μοναχοί κατάπληκτοι τον έθαψαν τιμητι­κά με ύμνους και προσευχές και απεφάσισαν να μεί­νουν για πάντοτε στην σπηλιά του αληθινά μεγάλου αυτού Αναχωρητή. Όσο μπορούμε ας μιμηθούμε κι εμείς την πίστη και την αρετή και την προσευχή αυτού του Γέροντα». 

Εδώ τελειώνει η αφήγηση αυτή του «Γεροντι­κού», αλλά ποτέ δεν τελειώνει για όλους μας το αμέτρητον έλεος του Θεού για τον καθένα μας.

τέλος σχολίων

ΠΕΘ
©2008-2024 ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΕΝΩΣΙΣ ΘΕΟΛΟΓΩΝ
Με την διαφύλαξη κάθε δικαιώματος που ο νόμος ορίζει.