"Η Γειτονιά των Ταπεινών", του Π. Μ. Σωτήρχου - ΠΩΣ ΕΣΚΑΣΕ ΤΟ ΦΙΔΙ

"Η Γειτονιά των Ταπεινών", του Π. Μ. Σωτήρχου - ΠΩΣ ΕΣΚΑΣΕ ΤΟ ΦΙΔΙ

Ευρετήριο Άρθρου

ΠΩΣ ΕΣΚΑΣΕ ΤΟ ΦΙΔΙ 

Η ΑΔΙΚΗΜΕΝΗ ΧΗΡΑ ΚΑΙ Η ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΜΟΝΗ 

Πολυάνθρωπη η συντροφιά σε κάποιο αθηναϊκό σπίτι, οπού φιλοξενούνταν ο Γέροντας Επιφάνιος, έ­νας σοφός και ασπρομάλλης ιερομόναχος, που είχε ‘ρθή στην Αθήνα για δουλειές του Μοναστηρίου. Βροχή οι ερωτήσεις. Όλοι κάτι ήθελαν να μάθουν για τα πνευματικά. Ειπώθηκαν πολλά. Εδώ θα επι­σημάνουμε ένα από αυτά, που είπε για την αγωνιστι­κή επιμονή. Έτσι, όταν ο λόγος έφτασε στο θέμα της προσευχής, ο π. Επιφάνιος είπε: 

-Υπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις για την σω­στή προσευχή, όπως η αυτοσυγκέντρωση, η ταπεινο­φροσύνη, η προσοχή στα λόγια της προσευχής, η θεληματικότητα, η λαχτάρα, η αγάπη, η επιμονή και άλλες τέτοιες προϋποθέσεις. Εγώ διδάχτηκα από τον Γέροντά μου να επιμένω στην προσευχή. Γιατί την ώρα της προσευχής έρχεται ο πειρασμός των δαιμό­νων και μας κάνει βιαστικούς και μας θυμίζει επεί­γουσες ανάγκες και προσπαθεί με πολλούς τρόπους να παρασύρη την προσοχή μας από το έργο της προ­σευχής και να μας κάνη να διακόψουμε την προσευ­χή, αφού η επικοινωνία του ανθρώπου με τον Θεόν, μας χαρίζει προστασία και έλεος. Και για να κάνη πιο έντονη την διδασκαλία του αυτή, ώστε να εντυπωθεί μέσα μας μόνιμα, διηγήθηκε μια σχετική ιστο­ρία, που είχε υπ' όψιν του, 

-Τι ιστορία, πάτερ μου; τον ρώτησαν. 

-Μπορείτε να μας την πήτε και σε μας; 

-Νάναι ευλογημένον, αποκρίθηκε ο π. Επιφάνιος και άρχισε να αφηγείται την ιστορία, λέγοντας: Μου είπε λοιπόν, για κάποιον ερημίτη Ασκητή, που ζούσε μόνος του σε μια σπηλιά και έκανε μεγάλο πνευματικό αγώνα με την προσευχή. Μέρα και νύχτα προσεύχονταν για όλον τον κόσμο και για τον εαυτό του, γιατί έτσι γίνεται η σωστή προσευχή: Πρώτα προσευχόμαστε για τους άλλους και υστέρα για τον εαυτό μας. Να υπερτερή η αγάπη μας για τους άλ­λους, αφού είμαστε οικογένεια με πατέρα μας τον Χριστό και μητέρα μας την Παναγία. 

-Και πώς γίνεται αυτό, Γέροντα; ρώτησε κά­ποιος άλλος. 

-Πρώτα πρέπει να προσευχόμαστε για τους ε­χθρούς μας, δηλαδή τους ανθρώπους, που μας αδικούν και μας βλάπτουν, διότι αδέρφια μας είναι και αυτοί. Έστω κακά και άρρωστα πνευματικώς αδέρ­φια μας. Δεύτερον να προσευχόμαστε υπέρ των κεκοιμημένων και προαπελθόντων από αυτό τον κό­σμο, γνωστών και άγνωστων. Τρίτον να προσευχόμα­στε για όλους τους ζωντανούς του κόσμου, που ζουν σήμερα και στο τέλος, με δάκρυα και στεναγμούς, αν νοιώθουμε αληθινά τα λόγια της προσευχής μας για τον εαυτό της. 

-Και όσοι δεν μπορούν να κλάψουν, πάτερ μου, δεν προσεύχονται σωστά; 

-Προσεύχονται όλοι όσοι υψώνουν την σκέψη και την προσοχή τους στο Θεό και τον ευχαριστούν και τον δοξολογούν και τον ικετεύουν να τους βοηθήση. Όσο για τα δάκρυα είναι ζήτημα ωριμάνσεως της ψυχής. Όταν συναισθανθή αληθινά την πτώση της και την ακαθαρσία της, τότε θα δακρύση αληθι­νά. 

-Μη διακόπτετε τον Γέροντα, είπε κάποιος. Α­φήστε τον να μας πή την ιστορία με τον ερημίτη Α­σκητή ... 

-Δεν την ξέχασα, παιδιά μου. Επανέρχομαι στα λόγια του Γέροντά μου, που μου έλεγε: Επιφάνιε, παιδί μου, και σεισμός να γίνη και φωτιά να ξεσπάση εσύ δεν θα σταματάς την προσευχή. Θα σβήνης την φωτιά και θα προσεύχεσαι νοερά. Να μην ξεκολ­λά ή σκέψη σου από τον Παντοδύναμο Θεό. Και αυ­τό, πού σου λέγω, το έχω δει με τα μάτια μου και το έζησα ό ίδιος, όταν πρωτοπήγα κοντά στον δικό μου Γέροντα, τον πνευματικό μου πατέρα και δικό σου πνευματικό πάππου, τον Γέροντα Γαβριήλ. Τότε ξέ­σπασε ξαφνικά μια μεγάλη φωτιά στο κελλί μας και κοντέψαμε να καούμε όλοι ζωντανοί. Και το χειρότε­ρο, δεν είχαμε κοντά μας νερό, παρά μόνον ένα σταμνί. Το ρίξαμε πάνω στην φωτιά, αλλά η πυρκαϊά έ­καιγε όλο το κελλί και ό,τι είχαμε. Τότε ο Γέροντας μου δεν φώναζε «Φέρε νερό», αλλά «Κάνε προσευ­χή» και σταύρωνε ολόγυρα το κελλί μας. Ξαφνικά η φωτιά άρχισε σιγά - σιγά να σβήνη μόνη της και τα λίγα πράγματα μας δεν κάηκαν. Ακόμα και τα βι­βλία μας, πού θα έπρεπε να καούν αμέσως δεν κάη­καν, αλλά μόνο καπνίστηκαν λίγο από την φωτιά. Γιατί ο Γέροντάς μου ήταν άγιος άνθρωπος, αληθινά θεωμένος. Αυτά και άλλα πολλά τα είδα με τα μάτια μου και τα έζησα κοντά στον μακαριστό Γέροντα Γα­βριήλ. 

-Μέγας είσαι, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου, είπαν μερικοί κατανυγμένοι μερικοί ακροατές και σταυροκοπήθηκαν. 

-Και η ιστορία με τον ερημίτη Ασκητή; Τί έγινε; Θέλουμε να μας πής, θέλουμε να την ακούσουμε, πά­τερ μου... 

-Τώρα θα σας την πω, αλλά θυμήθηκα το θαύμα, που σας είπα, για να δήτε την μεγάλη δύναμη της προσευχής. Της προσευχής με αληθινή πίστη βε­βαίως, με ακλόνητη πίστη. Ο ερημίτης, που μου ανέ­φερε την ιστορία του ό Γέροντας μου, ήταν πολύ δυ­νατός πνευματικά και οι δαίμονες είχαν λυσσάξει ε­ναντίον του και κάνανε τα πάντα για να τον νική­σουν και να τον αποσπάσουν από την προσευχή. Εκείνος όμως επέμενε ανυποχώρητα. Ο ερημίτης αυ­τός, που αν θυμάμαι καλά τον έλεγαν Άνθιμο, ήξερε τα τεχνάσματα και τις πονηρίες των δαιμόνων και τους μαστίγωνε με την προσευχή και κυρίως με το ό­νομα του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού, που οι δαίμο­νες δεν το αντέχουν και αποδυναμώνονται μόνον με το άκουσμα του. Μια μέρα, που είχε δοθή ολόψυχα στην προσευχή και παρακαλούσε τον Θεόν να τον προστατεύση από τις αδιάκοπες επιθέσεις των πονη­ρών πνευμάτων, ένα δαιμόνιο μεταμορφώθηκε σε φί­δι και τυλίχτηκε στο δεξί του πόδι, για να τον φοβίση και να τον απόσπαση από την προσευχή. Εκείνος όμως το κατάλαβε οτι ήταν μεθοδεία του διαβόλου και συνέχισε με επιμονή να προσεύχεται και να ζητά την εξ ύψους βοήθεια. Τότε το φίδι άνοιξε το στόμα του και δάγκωσε το πόδι του προσευχομένου ερημί­τη. Την ίδια στιγμή εκείνος ύψωσε τα χέρια του στον ουρανό και είπε: «Θεέ μου! Θα αφήσης να με σκο-τώση το φίδι του κάκου;». Και πρόσθεσε με όλη του την καρδιά: «Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήσονται οι εχθροί αυτού και φυγέτωσαν από προσώπου αυτού οι μισούντες αυτόν». Τότε ακούστηκε ένας δυ­νατός θόρυβος και το φίδι έσκασε σαν φούσκα και σκορπίστηκε ολόγυρα, χωρίς να βλάψη τον πιστό ε­ρημίτη. Αυτό μου διηγήθηκε ό Γέροντάς μου, που με συμβούλευε συνεχώς να επιμένω πολύ στην προσευ­χή και ποτέ και για κανέναν λόγο να μη την διακό­πτω. Επιμονή, μου έλεγε, επιμονή, επιμονή. 

-Αυτή ή ιστορία, πάτερ μου, δεν μας θυμίζει την παραβολή του Ευαγγελίου, οπού ο κακός κριτής, που δεν φοβόταν Θεό και δεν ντρεπόταν τους ανθρώ­πους, αδικούσε μια φτωχή χήρα; ρώτησε ένας άλλος τον π. Επιφάνιο. 

-Ακριβώς, απάντησε ο Γέροντας. Πολύ καλά το θυμήθηκες. Διότι το Ευαγγέλιο μας λέγει όλα όσα χρειαζόμαστε για να σωθούμε. Έτσι και η επιμονή της χήρας αυτής, που πήγαινε καθημερινά στον άδι­κο κριτή για να βρή το δίκιο της, μας θυμίζει την α­νάγκη της αγωνιστικής επιμονής με την προσευχή. Έ­χει όμως μεγάλη σημασία να προσέξουμε τα λόγια του Θεανθρώπου στο τέλος της παραβολής. 

-Ποια λόγια εννοείτε, π, Επιφάνιε; 

-Αυτά, που είπε ο Χριστός στους μαθητές του, ό­τι, αφού ο άδικος κριτής εδικαίωσε την χήρα, για να πάψη να τον ενοχλή καθημερινώς με τις παρακλή­σεις της, πόσον μάλλον ο Θεός δεν θα δικαίωση και δεν θα βοηθήση τους πιστούς, οι οποίοι βοούν «ημέ­ρας και νυκτός» προς τον Θεόν; Και άπαντα ο ίδιος ο Χριστός, λέγοντας: «Λέγω υμίν οτι ποιήσει την εκδίκησιν αυτών εν τάχει» (Λουκ. ιη' 8). Θα τους δώση, δηλαδή την βοήθεια και μάλιστα «εν τάχει», γρήγο­ρα. Προσθέτει όμως και την πολυσήμαντη φράση: «Πλην ο υιός του ανθρώπου ελθών άρα ευρίσει την πίστιν επί της γης;». Με άλλα λόγια, ο Χριστός θα βρή την επίμονη αυτή πίστη της αδιάκοπης προσευ­χής; Γι’ αυτό και σας είπα ότι πριν απ' όλα χρειαζό­μαστε την επιμονή στην προσευχή, διότι είναι σαν μια πίεση αγάπης προς τον Θεόν. Η επιμονή στην προσευχή πιέζει τον Θεόν να μας βοηθήση, να μας ελεήση, να μας σκεπάση. Γιατί, μας το είπε και αυτό ο Θεάνθρωπος: «Η βασιλεία των ουρανών βιάζεται, και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» (Ματθ. ια' 12). Ας ε­πιμένουμε λοιπόν στην προσευχή και να είμαστε βέ­βαιοι ότι, όσον αμαρτωλοί και αν είμαστε, ο Θεός μας ακούει πάντοτε... 

Είπε και άλλα σημαντικά ο σοφός Γέροντας Επιφάνιος εκείνη την ημέρα. Αναφερθήκαμε σε ένα από αυτά, στην ακούραστη επιμονή στο έργον της προ­σευχής. Τώρα είναι καιρός προσευχής και μάλιστα της επίμονης προσευχής, που έχει πάντοτε αποτέλε­σμα για τους αληθινά πιστούς. Γιατί η πρώτη και α­μετάθετη προϋπόθεση της προσευχής είναι η πίστη η αληθινή, η ολοκάρδια και ταπεινή καταφυγή στην πηγή του ελέους, που λέγεται Αγία Τριάς. Όποιος αμφιβάλλει ας δοκιμάση.

τέλος σχολίων

ΠΕΘ
©2008-2024 ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΕΝΩΣΙΣ ΘΕΟΛΟΓΩΝ
Με την διαφύλαξη κάθε δικαιώματος που ο νόμος ορίζει.