"Η Γειτονιά των Ταπεινών", του Π. Μ. Σωτήρχου - Η ΚΟΥΡΜΠΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΕΩΣ. ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο «ΧΡΥΣΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ»

"Η Γειτονιά των Ταπεινών", του Π. Μ. Σωτήρχου - Η ΚΟΥΡΜΠΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΕΩΣ. ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο «ΧΡΥΣΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ»

Ευρετήριο Άρθρου

Η ΚΟΥΡΜΠΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΕΩΣ. ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο «ΧΡΥΣΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ» 


Μορφωμένος άνθρωπος ο κ. Σταύρος. Με πτυχίο πανεπιστημίου, ξένες γλώσσες και πείρα ζωής. Δυ­σκολεύονταν όμως στα πνευματικά. Δεν μπορούσε να καταλάβη και τα πιο απλά πράγματα. Όλα τα εξέτα­ζε και τα πλησίαζε με αυστηρότητα. Ήταν σχολαστι­κά ηθικιστής. Δεν ήταν πρόθυμος να συγχώρηση εύ­κολα τους άλλους. Παντού έβλεπε αμαρτίες και α­μαρτωλούς. Αυτό κάνουν όλοι οι ηθικιστές. Καθόταν τώρα απέναντι στον Γέροντα Ιάκωβο, έναν ασκητι­κό ιερομόναχο, με ροζιασμένα χέρια και ένοιωθε σαν μαθητούδι μπροστά στο δάσκαλο. Ερωτήσεις πολ­λές. Αντιρρήσεις περισσότερες. Αλλά και οι απαντή­σεις σοφές και αποκαλυπτικές. 

Ρώτησε τον Γέροντα για το σοβαρό (το σοβαρότερον;) θέμα της συγχωρήσεως των άλλων ανθρώ­πων, πού δυσκολεύονταν να το κατανόηση: 

-Αφού βλέπω καθαρά και ολοφάνερα τον άλλο να αμαρτάνη, πώς να τον συγχωρήσω; Δεν έχω δίκιο; 

-Όλους μας βλέπει ο Θεός αδιάκοπα και ξέρει καθαρά και ολοφάνερα ότι αμαρτάνουμε. Γιατί μας συγχωρεί και μας ανέχεται και μας περιμένει να με­τανοήσουμε και να ζητήσουμε άφεση αμαρτιών; 

-Πάλι δεν σας καταλαβαίνω, πάτερ μου. Τι πρέ­πει να κάνουμε; Να πούμε στην αμαρτία μπράβο; Να την επαινέσουμε σιωπώντας; 

-Ποτέ δεν πρέπει να επαινούμε την αμαρτία, εί­πε ο π. Ιάκωβος. Συγχωρούμε τον αμαρτωλό και όχι την αμαρτία. Εάν δεν κάνουμε αυτήν την διάκριση, αυτό το ξεχώρισμα μεταξύ αμαρτίας και αμαρτωλού, θα βρισκόμαστε πάντοτε σε λάθος δρόμο. 

-Τότε, τί πρέπει να κάνουμε; Πώς να αντιμετωπί­ζουμε αυτό το θέμα; 

-Έχεις δει τους σιδεράδες, πού μαστορεύουν τα σίδερα; Δεν τα πιάνουν τα αναμμένα σίδερα με τα χέ­ρια τους, γιατί θα καούν, εξήγησε ο Γέροντας. Έχουν ειδικές τσιμπήδες και δαγκάνες και έτσι τα πλησιάζουν και τα μαστορεύουν. Το ίδιο πρέπει να κάνουμε και για κάθε πρόβλημα και για κάθε θέμα, πού πλησιάζου­με. Να έχουμε τα κατάλληλα εργαλεία και στα πνευμα­τικά θέματα τις κατάλληλες προϋποθέσεις. Αυτό ισχύει και για το θέμα της συγχωρήσεως των άλλων. 

-Μα, πάτερ μου, εγώ έθεσα ένα συγκεκριμένο ζή­τημα. Πώς μπορούμε να συγχωρήσουμε κάποιον, πού αμάρτησε φανερά και χωρίς καμμιά δικαιολογία. Ε­γώ θέλω να μάθω τί πρέπει να κάνω στην περίπτωση αυτή. 

-Το «χωρίς καμμιά δικαιολογία» πρέπει να το α­φήσουμε στην άκρη, γιατί δεν μπορούμε να ξέρουμε, είπε ο π. Ιάκωβος. Μόνον ο Θεός γνωρίζει τα βάθη της ψυχής του κάθε άνθρωπου. Μόνον Εκείνος ξέρει τί συμβαίνει. Εμείς βλέπουμε απ' έξω. Εκείνος βλέ­πει το από μέσα. Ας θυμηθούμε και την διδασκαλία του Χριστού για τα ποτήρια, όταν μιλούσε για την υ­ποκρισία των Γραμματέων και των Φαρισαίων. Απ' έξω φαίνονται καθαρά. Μέσα τους όμως είναι γεμά­τα από βρωμιά και αδικία και αρπαγή. Να το πω και με ένα άλλο παράδειγμα. Όταν πηγαίνουμε στο για­τρό να μας θεραπεύση, δεν του λέμε εμείς τί να κάνη. Εκείνος ξέρει τη δουλειά του. Εμείς απλώς του λέμε ότι πονάμε και σε ποιο μέρος υποφέρουμε. Τη στιγ­μή, πού λέμε «εγώ θέλω» σταματούμε τη διαδικασία της γνώσεως, για το θέμα, πού πρέπει να μάθουμε. Η αλήθεια μας δίδεται όταν την ζητήσουμε ταπεινά, ό­πως ζητούμε την υγεία μας από το γιατρό. Δεν μπο­ρούμε να διατάξουμε την αλήθεια, αλλά να την πα­ρακαλέσουμε να μας δοθή, να μας αποκαλυφθή. Για­τί η αλήθεια είναι ο Θεός, που δεν μπορούμε να τον διατάξουμε, αλλά μόνον να τον παρακαλέσουμε και να τον αγαπήσουμε. 

-Ναι, πάτερ μου, αλλά τότε τί γίνεται; Αν δεν πω στον γιατρό εγώ τί θέλω πώς θα με εξέταση και πώς θα με θεραπεύση; 

-Όχι, όχι, όχι, παιδί μου, αυτό είναι λάθος, ξανάπε ό Γέροντας. Ό γιατρός ξέρει τί θέλεις, όταν τον επισκέπτεσαι. Εσύ το μόνο, που μπορείς να πής είναι ότι πονάς και σε ποιο σημείο νοιώθεις τον πό­νο σου. Τα υπόλοιπα είναι δική του δουλειά. Γι' αυ­τό και οι Αγ. Πατέρες μας συμβουλεύουν να προσευ­χόμαστε σαν τα μικρά παιδιά, που κλαίνε όταν πονούνε. Και δείχνουνε το μέρος όπου πονάνε. 

-Πάλι δεν το καταλαβαίνω, πάτερ μου, το νόημα των λόγων, που μου λέτε, απάντησε ο κ. Σταύρος. Δεν πονώ εγώ, αλλά θέλω να ξέρω τί στάση να κρα­τήσω σε κάποιον, που αμάρτησε φανερά. Θα τον συγχωρήσω ή όχι; 

-Την συγχώρηση πρέπει να την δίνουμε σε ό­λους, όπως κάνει και ο ίδιος ο Θεός. «Βρέχει επί δι­καίους και αδίκους» λέγει το Ευαγγέλιον. Διότι όλοι είμαστε αμαρτωλοί και όλοι θα έπρεπε να καταδικα­στούμε για τις αμαρτίες μας, λίγες ή πολλές. Γι' αυτό πρέπει να συγχωρούμε και να ευχόμαστε στο Θεό να συγχώρηση και τον αμαρτωλό και εμάς, που αμαρτάνουμε και πολύ συχνά δεν καταλαβαίνουμε τί κάνου­με ή τί δεν κάνουμε. Αν όμως είμαστε αδύναμοι πνευματικώς και η συμπεριφορά του άλλου μας επη­ρεάζει αρνητικά, τότε πρέπει να μη τον κατηγορού­με, αλλά να τον αποφεύγουμε και να μην έχουμε μα­ζί του συναναστροφές και συνάφειες. Και αν είναι αιρετικός τότε να τον αποφεύγουμε τελείως και να μη τον δεχόμαστε. Γιατί η συντροφιά με τους αιρετι­κούς είναι επικίνδυνη, μπορεί να μας δηλητηρίαση και να μας θανάτωση πνευματικά. Γενικώς για τους αμαρτωλούς πρέπει να θυμόμαστε τα λόγια του Μ. Βασιλείου: «Φθείρουν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί». Δηλαδή η συντροφιά με τους αμαρτωλούς μπορεί να φθείρη και τους καλούς χαρακτήρες. 

-Αυτό το γνωρίζω, συνέχισε ο κ. Σταύρος, που ε­πέμενε στη γνώμη του. Αυτό, πού δεν ξέρω είναι το πώς και το γιατί της συγχωρήσεως των άλλων αν­θρώπων. 

-Το πώς μας το είπε ό Χριστός: «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιω. ιε' 5). Χρειάζεται η δική του βοήθεια, είπε ο Γέροντας. Γι' αυτό και πρέπει να ζητούμε συνεχώς τη βοήθεια του. Αν εκείνος δεν βοηθήση, τίποτε καλό δεν μπορούμε να κάνουμε. Ό­σον για το «γιατί», αυτό μας το λέγει το Ευαγγέλιο: «Εάν γαρ αφήτε τοις άνθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει καί ύμιν ο πατήρ υμών ο ουράνιος· ε­άν δε μη αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυ­τών, ουδέ ό πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υ­μών» (Ματθ. στ' 14-15). Να γιατί πρέπει να συγχω­ρούμε τους άλλους, όσο και αν αμάρτησαν. Από την συγχώρηση, αγαπητέ μου, αρχίζει η αγάπη. Διαβά­στε το ιγ' κεφάλαιο της Α' Επιστολής του Αποστόλου Παύλου προς Κορινθίους και τότε θα καταλάβε­τε το γιατί πρέπει να συγχωρούμε. 

-Την έχω διαβάσει, πάτερ μου, αλλά πάλι αδυ­νατώ να κατανοήσω τί θέλετε να πήτε με το πώς και το γιατί... 

-Τότε θα σου μιλήσω, φίλτατε, με άλλο παρά­δειγμα, για να γίνω πιο σαφής, ξανάπε ο π. Ιάκω­βος. Άνοιξε τη δεξιά σου παλάμη από το μέσα μέρος και τέντωσε την όσον μπορείς. 

Ο κ. Σταύρος τέντωσε την παλάμη του δεξιού του χεριού και περίμενε. Τότε ο Γέροντας πήρε το ποτήρι με το νερό, που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι και έρριξε λίγο πάνω στην παλάμη του επισκέπτη του. Το νερό, καθώς ήταν φυσικό, κύλησε από το χέ­ρι και χύθηκε κάτω και δεν έμεινε στην ανοιχτή πα­λάμη ούτε σταγόνα. 

-Τώρα κάνε κούρμπα την παλάμη σου, είπε ο Γέ­ροντας. 

-Τι θα πή κούρμπα, πάτερ μου; Δεν ξέρω την λέ­ξη... 

-Κούρμπα στο χωριό μου λένε την καμπύλη, εξήγη­σε ο π. Ιάκωβος. Κάνε λοιπόν την παλάμη σου κυρτή, σαν λακκούβα, όπως παίρνεις το νερό για να πλυθής. 

Υπάκουσε ο κ. Σταύρος και ο Γέροντας έρριξε πάλι στην χούφτα του λίγο νερό από το ποτήρι και έ­μεινε το νερό στο χέρι του κ. Σταύρου. 

-Αυτό είναι, που πρέπει να κάνουμε όταν θέλου­με να μάθουμε μιαν αλήθεια και πιο πολύ όταν θέ­λουμε να συγχωρήσουμε κάποιον αμαρτωλό, εξήγησε ο π. Ιάκωβος. Σκύβουμε το κεφάλι της λογικής μας μπροστά στην αλήθεια, ταπεινώνουμε τον εαυτό μας, που νομίζει ότι όλα τα ξέρει και όλα μπορεί να τα καταλάβη, ομολογούμε την αδυναμία μας και τότε Θεός μας δίνει άφθονη την χάρη του και για να κα­ταλάβουμε και για να ενεργήσουμε σωστά. Αυτό κά­νουμε και όταν θέλουμε να συγχωρήσουμε αληθινά κάποιον άλλον άνθρωπο. Χωρίς αυτή την κίνηση της ψυχής δεν μπορούμε να πλησιάσουμε τον Χριστό της αγάπης, που συγχωρεί και βοηθά όσους ζητούν τα­πεινά την βοήθειά του. Χωρίς ταπείνωση ούτε τον ε­αυτό μας μπορούμε να συγχωρήσουμε και να τον α­γαπήσουμε πραγματικά. Αυτό μας εδίδαξε ο Χριστός και με τη ζωή και με το λόγο του. Και αυτό πρέπει να κάνουμε κι εμείς, αν θέλουμε να δούμε «Θεού πρόσωπον»: Να ταπεινωθούμε πρώτα μπροστά στο Θεό, ως αμαρτωλοί, πού είμαστε, και Εκείνος θα μας βοηθήση να ταπεινωθούμε και μπροστά στους αν­θρώπους, να τους συγχωρήσουμε και να καταλάβου­με ότι αλλιώς δεν γίνεται τίποτα. 

Ο κ. Σταύρος φαίνεται ότι κατάλαβε αυτή τη φο­ρά και έσκυψε το κεφάλι του μπροστά στον Γέροντα, σαν να ζητούσε συγχώρηση για τη διανοητική του έ­παρση και την ψυχική του αλαζονεία. Γιατί αυτό το νόσημα της έπαρσης και της αλαζονείας τυφλώνει και ξεστρατίζει την ψυχή του ανθρώπου. Τότε ο π. Ιάκωβος, πού είδε διακριτικά την μεταστροφή του ε­πισκέπτη του, θέλησε να βάλη, ωσάν περισπωμένη στο ρήμα «αγαπώ» τον επίλογο της κουβέντας τους, είπε: 

-Ο Χριστός μας έδωσε τον λεγόμενον «χρυσόν κανόνα» ζωής ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους: «Πάντα ούν όσα αν θέλητε ίνα ποιώσιν ύμιν οι άν­θρωποι, ούτω και υμείς ποιείτε αυτοίς∙ ούτος γαρ ε­στίν ο νόμος και οι προφήται» (Ματθ. ζ' 12). Δηλονό­τι, αν θέλης να σε συγχωρούν οι άλλοι, συγχώρησε τους άλλους πρώτος εσύ.

τέλος σχολίων

ΠΕΘ