"Η Γειτονιά των Ταπεινών", του Π. Μ. Σωτήρχου

"Η Γειτονιά των Ταπεινών", του Π. Μ. Σωτήρχου

Ευρετήριο Άρθρου

ΟΛΑ ΔΙΚΑΙΩΣ ΓΙΝΟΝΤΑΙ

Πολλά γίνονται στον κόσμο αυτό και οι άνθρω­ποι δεν ξέρουν ούτε το πώς ούτε το γιατί και απο­ρούν και πολλές φορές κάνουν άδικες κρίσεις. Γίνο­νται πολλά δίκαια ή άδικα, κατά την ανθρώπινη λογική και συχνά είναι το ερώτημα: Γιατί να γίνη αυτό και γιατί να γίνη το άλλο, που κατά την κοινή λογι­κή δεν έπρεπε να γίνουν. Παρόμοιες απορίες είχε και ένας πιστός και ενάρετος, αλλά και απλός Ασκη­τής, όπως αναφέρεται στο «Γεροντικόν», και δεν μπορούσε να καταλάβη πολλές από τις κρίσεις και τις αποφάσεις του Θεού. Έπεφτε λοιπόν στα γόνατα και παρακαλούσε με δάκρυα, να του φανέρωση ό Θε­ός γιατί γίνονται όλα αυτά τα δυσεξήγητα και ακα­τανόητα και μυστήρια πράγματα στον κόσμο αυτό. Ο Κύριος όμως δεν φανέρωνε την αλήθεια των απο­φάσεων του στον απλό αυτόν Αναχωρητή, πού συνέ­χιζε να παρακαλή καθημερινώς για το θέμα αυτό. 

Κάποτε ο Θεός λυπήθηκε τον καλόν αυτόν Αββά και του έβαλε στην καρδιά του την επιθυμία να συ­νάντηση έναν άλλον ονομαστό ασκητή και φίλο του, πού είχε το κελλί του πολύ μακρυά, τρεις μέρες δρό­μο. Έτσι την άλλη ήμερα έκανε τον σταυρό του, επι­καλέσθηκε την βοήθεια του Θεού και ξεκίνησε για το τριήμερο ταξίδι του. Όταν ξεκίνησε ο Αββάς την πεζοπορία του, έστειλε ο Θεός έναν Άγγελο, πού εί­χε την μορφή νέου Μονάχου και αφού συνάντησε τον Αββά, του έβαλε μετάνοια και του είπε ότι πη­γαίνει να επισκεφθή τον φίλον του Αββά, πού τον έ­λεγαν Θεόγνωστον. 

-Και εγώ προς τον Θεόγνωστον πηγαίνω, είπε ο Γέροντας. 

-Τότε να πάμε μαζί, πρότεινε ο Άγγελος και ο Αββάς το δέχτηκε. 

Μιλούσαν τα περί σωτηρίας και ασκήσεως και προχωρούσαν ως το βράδυ, οπού βρέθηκαν σε κά­ποιο χωριό και εκεί φιλοξενήθηκαν στο σπίτι ενός κάλου Χριστιανού. Εκεί ο Χριστιανός τους έφερε τα κεράσματα μέσα σε ένα μεγάλο ασημένιο δίσκο. Το πρωί, που σηκώθηκαν να φύγουν, πήρε ο Άγγελος κρυφά τον ασημένιο δίσκο, τον πέταξε στον αέρα κι ο δίσκος χάθηκε. Ο Γέροντας λυπήθηκε με αυτό, που είδε αλλά δεν είπε τίποτε. 

Συνέχισαν τον δρόμο τους και τη δεύτερη μέρα, οπού έφθασαν το βράδυ σε κάποιο άλλο χωριό και βρήκαν φιλοξενία στο σπίτι ενός ευλαβούς άνθρω­που, πού είχε ένα μονάκριβο γιο και τον έφερε στους δυο επισκέπτες για να τον ευλογήσουν. Το άλλο πρωί όμως, πού ετοιμάζονταν να φύγουν, πήγε ο Άγ­γελος έπιασε το παιδί από τον λαιμό και το έπνιξε. Τρόμαξε ο Γέροντας όταν είδε το γεγονός, αλλά πά­λι δεν είπε τίποτε. Συνέχισαν να πεζοπορούν μαζί και να μιλούν για τα πνευματικά και ασκητικά θέμα­τα και όταν βρέθηκαν το βράδυ σε ένα μικρό χωριό, δεν προσφέρθηκε κανείς να τους φιλοξενήση. Έτσι έψαξαν και βρήκαν μιαν αυλή, οπού υπήρχε ένας μι­σογκρεμισμένος τοίχος. Κάθησαν εκεί για να περά­σουν τη νύχτα τους, αλλά ο Άγγελος, πού ήταν μετα­μορφωμένος σε Μοναχό, σηκώθηκε αμέσως και ξανά­χτισε όλο τον τοίχο γερό και στέρεο από τα θεμέλια του, αντί να γείρη και αυτός και να κοιμηθή λίγο και να ξεκουραστή από την πεζοπορία της τρίτης ημέ­ρας. 

Τότε ο Γέροντας δεν κρατήθηκε άλλο και άρχισε να εξορκίζη τον νεαρό Μοναχό, πού ήταν Άγγελος του Θεού, να του πή ποιος είναι και γιατί τα κάνει ό­λα αυτά, από την πρώτη στιγμή, πού συναντηθήκανε. Το πέταγμα του δίσκου, το πνίξιμο του παιδιού και τώρα το χτίσιμο του τοίχου. 

-Σε παρακαλώ, πες μου ποιος είσαι; Άγγελος του Θεού ή δαίμονας; είπε. 

-Άκου, Γέροντα, όλη την αλήθεια, πού θα σου φανερώσω αμέσως. Ο πρώτος Χριστιανός, πού μας φιλοξένησε είναι δίκαιος και θεοφιλής. Ο ασημένιος δίσκος όμως, πού τον εξαφάνισα προέρχονταν από άδικη κληρονομιά και για να μη χάση τον μισθόν των καλών του έργων, με πρόσταξε ό Θεός να τον ε­ξαφανίσω και η φιλοξενία του να είναι καθαρή και άδολη. Επίσης και ο δεύτερος, που μας εφιλοξένησε είναι ευλαβής και ενάρετος άνθρωπος, αλλά εάν ζού­σε ο μοναχογιός του θα γινόταν όργανο του σατανά και θα έπραττε πολλά κακά. Γι' αυτό και ο Θεός όρι­σε να αποθάνη μικρός, ώστε και εκείνος να σωθή και η ψυχή του πατρός του να μη μολυνθή και να μη κακοπάθη. 

-Καλώς έπραξες, αφού ενεργούσες κατ' έντολήν του Θεού, είπε ο Γέροντας. Για τούτο τον τοίχο όμως, οπού έφτιαξες τι έχεις να πής; 

-Μάθε, πάτερ, και γι' αυτό το θέμα, ότι ο νοικο­κύρης αυτής της αυλής είναι κακός άνθρωπος και κα­κούργος και θα έβλαπτε πολλούς αν δεν τον εμπόδι­ζε η φτώχεια του. Ο παππούς αυτού του ανθρώπου, όταν έχτισε αυτό τον τοίχο, έκρυψε μέσα στα θεμέλιά του πολλά χρήματα και αν άφηνα να πέση τελείως θα έβρισκε τα χρήματα αυτός ο κακούργος κληρονό­μος και θα πραγματοποιούσε με αυτά τα ολέθρια έρ­γα του. Γι’ αυτό με επρόσταξε ο Θεός να στερεώσω καλά τον τοίχο αυτό, ώστε να μη βρή τα χρήματα ο κακός αυτός ιδιοκτήτης και να μη βλάψη αυτούς, πού ήθελε να κακοποίηση με αυτά. Τα αφήνει λοιπόν εκεί ό Θεός για να τα βρή αργότερα κάποιος καλός άνθρωπος και να τα χρησιμοποίηση σε καλά έργα. Αυτές είναι μερικές από τις ανεξήγητες κρίσεις του Θεού, πού ήθελες να μάθης. 

-Ευλογημένον και υπερδεδοξασμένον να είναι το όνομα του Κυρίου, είπε ταπεινά ο Γέροντας και έ­κανε τον σταυρό του. 

-Πήγαινε λοιπόν, πάτερ, στο κελλί σου και μη σε μέλλει για τα πράγματα του κόσμου, πώς και γιατί γίνονται όλα, συνέχισε ο Άγγελος. Άβυσσος μεγάλη είναι τα κρίματα του Θεού, καθώς είπε ο προφήτης, και ανεξιχνίαστοι και ακατανόητοι οι δρόμοι του Κυρίου, και δεν μπορεί κατ' ακρίβειαν ο άνθρωπος να γνωρίση τα πάντα. Πίστευε, πάτερ, ότι ο Θεός εί­ναι δίκαιος και δεν κάνει καμμιά αδικία και όσα α­φήνει να γίνονται, όλα δικαίως γίνονται! 

Τότε κατάλαβε καλά ο Γέροντας τα ανεξήγητα και ανερμήνευτα της ζωής αυτής και αφού εδόξασε πάλι τον Θεό, έκανε τον σταυρόν του τρεις φορές με σκυμμένο κεφάλι. Κι όταν σήκωσε το βλέμμα του ό Άγγελος είχε εξαφανιστεί. Ξανάκανε κατανυγμένος τον σταυρό του και επέστρεψε στο κελλί του δοξάζο­ντας τον Υπερένδοξον Κύριον για το άπειρο έλεός του για όλους τους ανθρώπους. Γιατί με αυτό το έλε­ος σώζεται κάθε άνθρωπος. 

Η ΚΟΥΡΜΠΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΕΩΣ. ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο «ΧΡΥΣΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ» 


Μορφωμένος άνθρωπος ο κ. Σταύρος. Με πτυχίο πανεπιστημίου, ξένες γλώσσες και πείρα ζωής. Δυ­σκολεύονταν όμως στα πνευματικά. Δεν μπορούσε να καταλάβη και τα πιο απλά πράγματα. Όλα τα εξέτα­ζε και τα πλησίαζε με αυστηρότητα. Ήταν σχολαστι­κά ηθικιστής. Δεν ήταν πρόθυμος να συγχώρηση εύ­κολα τους άλλους. Παντού έβλεπε αμαρτίες και α­μαρτωλούς. Αυτό κάνουν όλοι οι ηθικιστές. Καθόταν τώρα απέναντι στον Γέροντα Ιάκωβο, έναν ασκητι­κό ιερομόναχο, με ροζιασμένα χέρια και ένοιωθε σαν μαθητούδι μπροστά στο δάσκαλο. Ερωτήσεις πολ­λές. Αντιρρήσεις περισσότερες. Αλλά και οι απαντή­σεις σοφές και αποκαλυπτικές. 

Ρώτησε τον Γέροντα για το σοβαρό (το σοβαρότερον;) θέμα της συγχωρήσεως των άλλων ανθρώ­πων, πού δυσκολεύονταν να το κατανόηση: 

-Αφού βλέπω καθαρά και ολοφάνερα τον άλλο να αμαρτάνη, πώς να τον συγχωρήσω; Δεν έχω δίκιο; 

-Όλους μας βλέπει ο Θεός αδιάκοπα και ξέρει καθαρά και ολοφάνερα ότι αμαρτάνουμε. Γιατί μας συγχωρεί και μας ανέχεται και μας περιμένει να με­τανοήσουμε και να ζητήσουμε άφεση αμαρτιών; 

-Πάλι δεν σας καταλαβαίνω, πάτερ μου. Τι πρέ­πει να κάνουμε; Να πούμε στην αμαρτία μπράβο; Να την επαινέσουμε σιωπώντας; 

-Ποτέ δεν πρέπει να επαινούμε την αμαρτία, εί­πε ο π. Ιάκωβος. Συγχωρούμε τον αμαρτωλό και όχι την αμαρτία. Εάν δεν κάνουμε αυτήν την διάκριση, αυτό το ξεχώρισμα μεταξύ αμαρτίας και αμαρτωλού, θα βρισκόμαστε πάντοτε σε λάθος δρόμο. 

-Τότε, τί πρέπει να κάνουμε; Πώς να αντιμετωπί­ζουμε αυτό το θέμα; 

-Έχεις δει τους σιδεράδες, πού μαστορεύουν τα σίδερα; Δεν τα πιάνουν τα αναμμένα σίδερα με τα χέ­ρια τους, γιατί θα καούν, εξήγησε ο Γέροντας. Έχουν ειδικές τσιμπήδες και δαγκάνες και έτσι τα πλησιάζουν και τα μαστορεύουν. Το ίδιο πρέπει να κάνουμε και για κάθε πρόβλημα και για κάθε θέμα, πού πλησιάζου­με. Να έχουμε τα κατάλληλα εργαλεία και στα πνευμα­τικά θέματα τις κατάλληλες προϋποθέσεις. Αυτό ισχύει και για το θέμα της συγχωρήσεως των άλλων. 

-Μα, πάτερ μου, εγώ έθεσα ένα συγκεκριμένο ζή­τημα. Πώς μπορούμε να συγχωρήσουμε κάποιον, πού αμάρτησε φανερά και χωρίς καμμιά δικαιολογία. Ε­γώ θέλω να μάθω τί πρέπει να κάνω στην περίπτωση αυτή. 

-Το «χωρίς καμμιά δικαιολογία» πρέπει να το α­φήσουμε στην άκρη, γιατί δεν μπορούμε να ξέρουμε, είπε ο π. Ιάκωβος. Μόνον ο Θεός γνωρίζει τα βάθη της ψυχής του κάθε άνθρωπου. Μόνον Εκείνος ξέρει τί συμβαίνει. Εμείς βλέπουμε απ' έξω. Εκείνος βλέ­πει το από μέσα. Ας θυμηθούμε και την διδασκαλία του Χριστού για τα ποτήρια, όταν μιλούσε για την υ­ποκρισία των Γραμματέων και των Φαρισαίων. Απ' έξω φαίνονται καθαρά. Μέσα τους όμως είναι γεμά­τα από βρωμιά και αδικία και αρπαγή. Να το πω και με ένα άλλο παράδειγμα. Όταν πηγαίνουμε στο για­τρό να μας θεραπεύση, δεν του λέμε εμείς τί να κάνη. Εκείνος ξέρει τη δουλειά του. Εμείς απλώς του λέμε ότι πονάμε και σε ποιο μέρος υποφέρουμε. Τη στιγ­μή, πού λέμε «εγώ θέλω» σταματούμε τη διαδικασία της γνώσεως, για το θέμα, πού πρέπει να μάθουμε. Η αλήθεια μας δίδεται όταν την ζητήσουμε ταπεινά, ό­πως ζητούμε την υγεία μας από το γιατρό. Δεν μπο­ρούμε να διατάξουμε την αλήθεια, αλλά να την πα­ρακαλέσουμε να μας δοθή, να μας αποκαλυφθή. Για­τί η αλήθεια είναι ο Θεός, που δεν μπορούμε να τον διατάξουμε, αλλά μόνον να τον παρακαλέσουμε και να τον αγαπήσουμε. 

-Ναι, πάτερ μου, αλλά τότε τί γίνεται; Αν δεν πω στον γιατρό εγώ τί θέλω πώς θα με εξέταση και πώς θα με θεραπεύση; 

-Όχι, όχι, όχι, παιδί μου, αυτό είναι λάθος, ξανάπε ό Γέροντας. Ό γιατρός ξέρει τί θέλεις, όταν τον επισκέπτεσαι. Εσύ το μόνο, που μπορείς να πής είναι ότι πονάς και σε ποιο σημείο νοιώθεις τον πό­νο σου. Τα υπόλοιπα είναι δική του δουλειά. Γι' αυ­τό και οι Αγ. Πατέρες μας συμβουλεύουν να προσευ­χόμαστε σαν τα μικρά παιδιά, που κλαίνε όταν πονούνε. Και δείχνουνε το μέρος όπου πονάνε. 

-Πάλι δεν το καταλαβαίνω, πάτερ μου, το νόημα των λόγων, που μου λέτε, απάντησε ο κ. Σταύρος. Δεν πονώ εγώ, αλλά θέλω να ξέρω τί στάση να κρα­τήσω σε κάποιον, που αμάρτησε φανερά. Θα τον συγχωρήσω ή όχι; 

-Την συγχώρηση πρέπει να την δίνουμε σε ό­λους, όπως κάνει και ο ίδιος ο Θεός. «Βρέχει επί δι­καίους και αδίκους» λέγει το Ευαγγέλιον. Διότι όλοι είμαστε αμαρτωλοί και όλοι θα έπρεπε να καταδικα­στούμε για τις αμαρτίες μας, λίγες ή πολλές. Γι' αυτό πρέπει να συγχωρούμε και να ευχόμαστε στο Θεό να συγχώρηση και τον αμαρτωλό και εμάς, που αμαρτάνουμε και πολύ συχνά δεν καταλαβαίνουμε τί κάνου­με ή τί δεν κάνουμε. Αν όμως είμαστε αδύναμοι πνευματικώς και η συμπεριφορά του άλλου μας επη­ρεάζει αρνητικά, τότε πρέπει να μη τον κατηγορού­με, αλλά να τον αποφεύγουμε και να μην έχουμε μα­ζί του συναναστροφές και συνάφειες. Και αν είναι αιρετικός τότε να τον αποφεύγουμε τελείως και να μη τον δεχόμαστε. Γιατί η συντροφιά με τους αιρετι­κούς είναι επικίνδυνη, μπορεί να μας δηλητηρίαση και να μας θανάτωση πνευματικά. Γενικώς για τους αμαρτωλούς πρέπει να θυμόμαστε τα λόγια του Μ. Βασιλείου: «Φθείρουν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί». Δηλαδή η συντροφιά με τους αμαρτωλούς μπορεί να φθείρη και τους καλούς χαρακτήρες. 

-Αυτό το γνωρίζω, συνέχισε ο κ. Σταύρος, που ε­πέμενε στη γνώμη του. Αυτό, πού δεν ξέρω είναι το πώς και το γιατί της συγχωρήσεως των άλλων αν­θρώπων. 

-Το πώς μας το είπε ό Χριστός: «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιω. ιε' 5). Χρειάζεται η δική του βοήθεια, είπε ο Γέροντας. Γι' αυτό και πρέπει να ζητούμε συνεχώς τη βοήθεια του. Αν εκείνος δεν βοηθήση, τίποτε καλό δεν μπορούμε να κάνουμε. Ό­σον για το «γιατί», αυτό μας το λέγει το Ευαγγέλιο: «Εάν γαρ αφήτε τοις άνθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει καί ύμιν ο πατήρ υμών ο ουράνιος· ε­άν δε μη αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυ­τών, ουδέ ό πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υ­μών» (Ματθ. στ' 14-15). Να γιατί πρέπει να συγχω­ρούμε τους άλλους, όσο και αν αμάρτησαν. Από την συγχώρηση, αγαπητέ μου, αρχίζει η αγάπη. Διαβά­στε το ιγ' κεφάλαιο της Α' Επιστολής του Αποστόλου Παύλου προς Κορινθίους και τότε θα καταλάβε­τε το γιατί πρέπει να συγχωρούμε. 

-Την έχω διαβάσει, πάτερ μου, αλλά πάλι αδυ­νατώ να κατανοήσω τί θέλετε να πήτε με το πώς και το γιατί... 

-Τότε θα σου μιλήσω, φίλτατε, με άλλο παρά­δειγμα, για να γίνω πιο σαφής, ξανάπε ο π. Ιάκω­βος. Άνοιξε τη δεξιά σου παλάμη από το μέσα μέρος και τέντωσε την όσον μπορείς. 

Ο κ. Σταύρος τέντωσε την παλάμη του δεξιού του χεριού και περίμενε. Τότε ο Γέροντας πήρε το ποτήρι με το νερό, που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι και έρριξε λίγο πάνω στην παλάμη του επισκέπτη του. Το νερό, καθώς ήταν φυσικό, κύλησε από το χέ­ρι και χύθηκε κάτω και δεν έμεινε στην ανοιχτή πα­λάμη ούτε σταγόνα. 

-Τώρα κάνε κούρμπα την παλάμη σου, είπε ο Γέ­ροντας. 

-Τι θα πή κούρμπα, πάτερ μου; Δεν ξέρω την λέ­ξη... 

-Κούρμπα στο χωριό μου λένε την καμπύλη, εξήγη­σε ο π. Ιάκωβος. Κάνε λοιπόν την παλάμη σου κυρτή, σαν λακκούβα, όπως παίρνεις το νερό για να πλυθής. 

Υπάκουσε ο κ. Σταύρος και ο Γέροντας έρριξε πάλι στην χούφτα του λίγο νερό από το ποτήρι και έ­μεινε το νερό στο χέρι του κ. Σταύρου. 

-Αυτό είναι, που πρέπει να κάνουμε όταν θέλου­με να μάθουμε μιαν αλήθεια και πιο πολύ όταν θέ­λουμε να συγχωρήσουμε κάποιον αμαρτωλό, εξήγησε ο π. Ιάκωβος. Σκύβουμε το κεφάλι της λογικής μας μπροστά στην αλήθεια, ταπεινώνουμε τον εαυτό μας, που νομίζει ότι όλα τα ξέρει και όλα μπορεί να τα καταλάβη, ομολογούμε την αδυναμία μας και τότε Θεός μας δίνει άφθονη την χάρη του και για να κα­ταλάβουμε και για να ενεργήσουμε σωστά. Αυτό κά­νουμε και όταν θέλουμε να συγχωρήσουμε αληθινά κάποιον άλλον άνθρωπο. Χωρίς αυτή την κίνηση της ψυχής δεν μπορούμε να πλησιάσουμε τον Χριστό της αγάπης, που συγχωρεί και βοηθά όσους ζητούν τα­πεινά την βοήθειά του. Χωρίς ταπείνωση ούτε τον ε­αυτό μας μπορούμε να συγχωρήσουμε και να τον α­γαπήσουμε πραγματικά. Αυτό μας εδίδαξε ο Χριστός και με τη ζωή και με το λόγο του. Και αυτό πρέπει να κάνουμε κι εμείς, αν θέλουμε να δούμε «Θεού πρόσωπον»: Να ταπεινωθούμε πρώτα μπροστά στο Θεό, ως αμαρτωλοί, πού είμαστε, και Εκείνος θα μας βοηθήση να ταπεινωθούμε και μπροστά στους αν­θρώπους, να τους συγχωρήσουμε και να καταλάβου­με ότι αλλιώς δεν γίνεται τίποτα. 

Ο κ. Σταύρος φαίνεται ότι κατάλαβε αυτή τη φο­ρά και έσκυψε το κεφάλι του μπροστά στον Γέροντα, σαν να ζητούσε συγχώρηση για τη διανοητική του έ­παρση και την ψυχική του αλαζονεία. Γιατί αυτό το νόσημα της έπαρσης και της αλαζονείας τυφλώνει και ξεστρατίζει την ψυχή του ανθρώπου. Τότε ο π. Ιάκωβος, πού είδε διακριτικά την μεταστροφή του ε­πισκέπτη του, θέλησε να βάλη, ωσάν περισπωμένη στο ρήμα «αγαπώ» τον επίλογο της κουβέντας τους, είπε: 

-Ο Χριστός μας έδωσε τον λεγόμενον «χρυσόν κανόνα» ζωής ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους: «Πάντα ούν όσα αν θέλητε ίνα ποιώσιν ύμιν οι άν­θρωποι, ούτω και υμείς ποιείτε αυτοίς∙ ούτος γαρ ε­στίν ο νόμος και οι προφήται» (Ματθ. ζ' 12). Δηλονό­τι, αν θέλης να σε συγχωρούν οι άλλοι, συγχώρησε τους άλλους πρώτος εσύ.


ΠΩΣ ΕΣΚΑΣΕ ΤΟ ΦΙΔΙ 

Η ΑΔΙΚΗΜΕΝΗ ΧΗΡΑ ΚΑΙ Η ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΜΟΝΗ 

Πολυάνθρωπη η συντροφιά σε κάποιο αθηναϊκό σπίτι, οπού φιλοξενούνταν ο Γέροντας Επιφάνιος, έ­νας σοφός και ασπρομάλλης ιερομόναχος, που είχε ‘ρθή στην Αθήνα για δουλειές του Μοναστηρίου. Βροχή οι ερωτήσεις. Όλοι κάτι ήθελαν να μάθουν για τα πνευματικά. Ειπώθηκαν πολλά. Εδώ θα επι­σημάνουμε ένα από αυτά, που είπε για την αγωνιστι­κή επιμονή. Έτσι, όταν ο λόγος έφτασε στο θέμα της προσευχής, ο π. Επιφάνιος είπε: 

-Υπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις για την σω­στή προσευχή, όπως η αυτοσυγκέντρωση, η ταπεινο­φροσύνη, η προσοχή στα λόγια της προσευχής, η θεληματικότητα, η λαχτάρα, η αγάπη, η επιμονή και άλλες τέτοιες προϋποθέσεις. Εγώ διδάχτηκα από τον Γέροντά μου να επιμένω στην προσευχή. Γιατί την ώρα της προσευχής έρχεται ο πειρασμός των δαιμό­νων και μας κάνει βιαστικούς και μας θυμίζει επεί­γουσες ανάγκες και προσπαθεί με πολλούς τρόπους να παρασύρη την προσοχή μας από το έργο της προ­σευχής και να μας κάνη να διακόψουμε την προσευ­χή, αφού η επικοινωνία του ανθρώπου με τον Θεόν, μας χαρίζει προστασία και έλεος. Και για να κάνη πιο έντονη την διδασκαλία του αυτή, ώστε να εντυπωθεί μέσα μας μόνιμα, διηγήθηκε μια σχετική ιστο­ρία, που είχε υπ' όψιν του, 

-Τι ιστορία, πάτερ μου; τον ρώτησαν. 

-Μπορείτε να μας την πήτε και σε μας; 

-Νάναι ευλογημένον, αποκρίθηκε ο π. Επιφάνιος και άρχισε να αφηγείται την ιστορία, λέγοντας: Μου είπε λοιπόν, για κάποιον ερημίτη Ασκητή, που ζούσε μόνος του σε μια σπηλιά και έκανε μεγάλο πνευματικό αγώνα με την προσευχή. Μέρα και νύχτα προσεύχονταν για όλον τον κόσμο και για τον εαυτό του, γιατί έτσι γίνεται η σωστή προσευχή: Πρώτα προσευχόμαστε για τους άλλους και υστέρα για τον εαυτό μας. Να υπερτερή η αγάπη μας για τους άλ­λους, αφού είμαστε οικογένεια με πατέρα μας τον Χριστό και μητέρα μας την Παναγία. 

-Και πώς γίνεται αυτό, Γέροντα; ρώτησε κά­ποιος άλλος. 

-Πρώτα πρέπει να προσευχόμαστε για τους ε­χθρούς μας, δηλαδή τους ανθρώπους, που μας αδικούν και μας βλάπτουν, διότι αδέρφια μας είναι και αυτοί. Έστω κακά και άρρωστα πνευματικώς αδέρ­φια μας. Δεύτερον να προσευχόμαστε υπέρ των κεκοιμημένων και προαπελθόντων από αυτό τον κό­σμο, γνωστών και άγνωστων. Τρίτον να προσευχόμα­στε για όλους τους ζωντανούς του κόσμου, που ζουν σήμερα και στο τέλος, με δάκρυα και στεναγμούς, αν νοιώθουμε αληθινά τα λόγια της προσευχής μας για τον εαυτό της. 

-Και όσοι δεν μπορούν να κλάψουν, πάτερ μου, δεν προσεύχονται σωστά; 

-Προσεύχονται όλοι όσοι υψώνουν την σκέψη και την προσοχή τους στο Θεό και τον ευχαριστούν και τον δοξολογούν και τον ικετεύουν να τους βοηθήση. Όσο για τα δάκρυα είναι ζήτημα ωριμάνσεως της ψυχής. Όταν συναισθανθή αληθινά την πτώση της και την ακαθαρσία της, τότε θα δακρύση αληθι­νά. 

-Μη διακόπτετε τον Γέροντα, είπε κάποιος. Α­φήστε τον να μας πή την ιστορία με τον ερημίτη Α­σκητή ... 

-Δεν την ξέχασα, παιδιά μου. Επανέρχομαι στα λόγια του Γέροντά μου, που μου έλεγε: Επιφάνιε, παιδί μου, και σεισμός να γίνη και φωτιά να ξεσπάση εσύ δεν θα σταματάς την προσευχή. Θα σβήνης την φωτιά και θα προσεύχεσαι νοερά. Να μην ξεκολ­λά ή σκέψη σου από τον Παντοδύναμο Θεό. Και αυ­τό, πού σου λέγω, το έχω δει με τα μάτια μου και το έζησα ό ίδιος, όταν πρωτοπήγα κοντά στον δικό μου Γέροντα, τον πνευματικό μου πατέρα και δικό σου πνευματικό πάππου, τον Γέροντα Γαβριήλ. Τότε ξέ­σπασε ξαφνικά μια μεγάλη φωτιά στο κελλί μας και κοντέψαμε να καούμε όλοι ζωντανοί. Και το χειρότε­ρο, δεν είχαμε κοντά μας νερό, παρά μόνον ένα σταμνί. Το ρίξαμε πάνω στην φωτιά, αλλά η πυρκαϊά έ­καιγε όλο το κελλί και ό,τι είχαμε. Τότε ο Γέροντας μου δεν φώναζε «Φέρε νερό», αλλά «Κάνε προσευ­χή» και σταύρωνε ολόγυρα το κελλί μας. Ξαφνικά η φωτιά άρχισε σιγά - σιγά να σβήνη μόνη της και τα λίγα πράγματα μας δεν κάηκαν. Ακόμα και τα βι­βλία μας, πού θα έπρεπε να καούν αμέσως δεν κάη­καν, αλλά μόνο καπνίστηκαν λίγο από την φωτιά. Γιατί ο Γέροντάς μου ήταν άγιος άνθρωπος, αληθινά θεωμένος. Αυτά και άλλα πολλά τα είδα με τα μάτια μου και τα έζησα κοντά στον μακαριστό Γέροντα Γα­βριήλ. 

-Μέγας είσαι, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου, είπαν μερικοί κατανυγμένοι μερικοί ακροατές και σταυροκοπήθηκαν. 

-Και η ιστορία με τον ερημίτη Ασκητή; Τί έγινε; Θέλουμε να μας πής, θέλουμε να την ακούσουμε, πά­τερ μου... 

-Τώρα θα σας την πω, αλλά θυμήθηκα το θαύμα, που σας είπα, για να δήτε την μεγάλη δύναμη της προσευχής. Της προσευχής με αληθινή πίστη βε­βαίως, με ακλόνητη πίστη. Ο ερημίτης, που μου ανέ­φερε την ιστορία του ό Γέροντας μου, ήταν πολύ δυ­νατός πνευματικά και οι δαίμονες είχαν λυσσάξει ε­ναντίον του και κάνανε τα πάντα για να τον νική­σουν και να τον αποσπάσουν από την προσευχή. Εκείνος όμως επέμενε ανυποχώρητα. Ο ερημίτης αυ­τός, που αν θυμάμαι καλά τον έλεγαν Άνθιμο, ήξερε τα τεχνάσματα και τις πονηρίες των δαιμόνων και τους μαστίγωνε με την προσευχή και κυρίως με το ό­νομα του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού, που οι δαίμο­νες δεν το αντέχουν και αποδυναμώνονται μόνον με το άκουσμα του. Μια μέρα, που είχε δοθή ολόψυχα στην προσευχή και παρακαλούσε τον Θεόν να τον προστατεύση από τις αδιάκοπες επιθέσεις των πονη­ρών πνευμάτων, ένα δαιμόνιο μεταμορφώθηκε σε φί­δι και τυλίχτηκε στο δεξί του πόδι, για να τον φοβίση και να τον απόσπαση από την προσευχή. Εκείνος όμως το κατάλαβε οτι ήταν μεθοδεία του διαβόλου και συνέχισε με επιμονή να προσεύχεται και να ζητά την εξ ύψους βοήθεια. Τότε το φίδι άνοιξε το στόμα του και δάγκωσε το πόδι του προσευχομένου ερημί­τη. Την ίδια στιγμή εκείνος ύψωσε τα χέρια του στον ουρανό και είπε: «Θεέ μου! Θα αφήσης να με σκο-τώση το φίδι του κάκου;». Και πρόσθεσε με όλη του την καρδιά: «Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήσονται οι εχθροί αυτού και φυγέτωσαν από προσώπου αυτού οι μισούντες αυτόν». Τότε ακούστηκε ένας δυ­νατός θόρυβος και το φίδι έσκασε σαν φούσκα και σκορπίστηκε ολόγυρα, χωρίς να βλάψη τον πιστό ε­ρημίτη. Αυτό μου διηγήθηκε ό Γέροντάς μου, που με συμβούλευε συνεχώς να επιμένω πολύ στην προσευ­χή και ποτέ και για κανέναν λόγο να μη την διακό­πτω. Επιμονή, μου έλεγε, επιμονή, επιμονή. 

-Αυτή ή ιστορία, πάτερ μου, δεν μας θυμίζει την παραβολή του Ευαγγελίου, οπού ο κακός κριτής, που δεν φοβόταν Θεό και δεν ντρεπόταν τους ανθρώ­πους, αδικούσε μια φτωχή χήρα; ρώτησε ένας άλλος τον π. Επιφάνιο. 

-Ακριβώς, απάντησε ο Γέροντας. Πολύ καλά το θυμήθηκες. Διότι το Ευαγγέλιο μας λέγει όλα όσα χρειαζόμαστε για να σωθούμε. Έτσι και η επιμονή της χήρας αυτής, που πήγαινε καθημερινά στον άδι­κο κριτή για να βρή το δίκιο της, μας θυμίζει την α­νάγκη της αγωνιστικής επιμονής με την προσευχή. Έ­χει όμως μεγάλη σημασία να προσέξουμε τα λόγια του Θεανθρώπου στο τέλος της παραβολής. 

-Ποια λόγια εννοείτε, π, Επιφάνιε; 

-Αυτά, που είπε ο Χριστός στους μαθητές του, ό­τι, αφού ο άδικος κριτής εδικαίωσε την χήρα, για να πάψη να τον ενοχλή καθημερινώς με τις παρακλή­σεις της, πόσον μάλλον ο Θεός δεν θα δικαίωση και δεν θα βοηθήση τους πιστούς, οι οποίοι βοούν «ημέ­ρας και νυκτός» προς τον Θεόν; Και άπαντα ο ίδιος ο Χριστός, λέγοντας: «Λέγω υμίν οτι ποιήσει την εκδίκησιν αυτών εν τάχει» (Λουκ. ιη' 8). Θα τους δώση, δηλαδή την βοήθεια και μάλιστα «εν τάχει», γρήγο­ρα. Προσθέτει όμως και την πολυσήμαντη φράση: «Πλην ο υιός του ανθρώπου ελθών άρα ευρίσει την πίστιν επί της γης;». Με άλλα λόγια, ο Χριστός θα βρή την επίμονη αυτή πίστη της αδιάκοπης προσευ­χής; Γι’ αυτό και σας είπα ότι πριν απ' όλα χρειαζό­μαστε την επιμονή στην προσευχή, διότι είναι σαν μια πίεση αγάπης προς τον Θεόν. Η επιμονή στην προσευχή πιέζει τον Θεόν να μας βοηθήση, να μας ελεήση, να μας σκεπάση. Γιατί, μας το είπε και αυτό ο Θεάνθρωπος: «Η βασιλεία των ουρανών βιάζεται, και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» (Ματθ. ια' 12). Ας ε­πιμένουμε λοιπόν στην προσευχή και να είμαστε βέ­βαιοι ότι, όσον αμαρτωλοί και αν είμαστε, ο Θεός μας ακούει πάντοτε... 

Είπε και άλλα σημαντικά ο σοφός Γέροντας Επιφάνιος εκείνη την ημέρα. Αναφερθήκαμε σε ένα από αυτά, στην ακούραστη επιμονή στο έργον της προ­σευχής. Τώρα είναι καιρός προσευχής και μάλιστα της επίμονης προσευχής, που έχει πάντοτε αποτέλε­σμα για τους αληθινά πιστούς. Γιατί η πρώτη και α­μετάθετη προϋπόθεση της προσευχής είναι η πίστη η αληθινή, η ολοκάρδια και ταπεινή καταφυγή στην πηγή του ελέους, που λέγεται Αγία Τριάς. Όποιος αμφιβάλλει ας δοκιμάση.


Η ΥΠΟΜΟΝΗ ΤΗΣ ΤΑΠΕΙΝΩΣΕΩΣ

Τον έκτο αιώνα, όταν βρισκόταν σε άνθηση ο α­σκητικός Αναχωρητισμός της έρημου, υπήρχε ένας πολύ ταπεινός Μοναχός, που εγκαταβίωνε σε μεγάλο Κοινόβιο, που αριθμούσε πάνω από εκατόν μονα­χούς. Ανάμεσά τους ήταν και αυτός ο σιωπηλός, σχε­δόν άφωνος ασκητής, πού όλοι τον φώναζαν τρελλό καί άχρηστο και σαλεμένο και με άλλα επίθετα, διότι δεν του είχαν καμμιά εκτίμηση. Τον είχαν ως τον τε­λευταίο της Μονής και το διακόνημά του ήταν να βοσκή τα ζώα του Μοναστηρίου. Κι εκείνος δεν έλε­γε ποτέ τίποτα και δεν παραπονιόταν για τίποτα. Εί­χε σαν όπλα του καλού αγώνος την ταπεινοφροσύνη, την υπομονή και την σιωπή. 

Την ίδια εποχή ζούσε ασκητικά σε μια σπηλιά μόνος του ένας άλλος Αναχωρητής, όπου είχε μεγά­λη φήμη και όλοι τον θεωρούσαν άγιο και τον απο­καλούσαν ο Μεγάλος Αναχωρητής, γιατί αντιμετώ­πιζε όλες τις δυσκολίες μόνος του. Προσεύχονταν συνεχώς, αγρυπνούσε, ενήστευε και μελετούσε την Αγία Γραφή για πολλές δεκαετίες. Κάποια μέρα του ήρθε ο λογισμός, εάν πορεύεται σωστά και σε ποιο πνευματικό επίπεδο είχε φτάσει. Παρακαλούσε λοι­πόν με δάκρυα στον Θεόν και έλεγε: 

-Κύριε, λυπήσου το πλάσμα σου και φανέρωσέ μου σε ποιο σημείο βρίσκομαι και αν πράττω σωστά την άσκησή μου. Σε παρακαλώ, πληροφόρησέ με, οπως εσύ ξέρεις και όπως εσύ θέλεις. Ευλογημένο να είναι πάντοτε το όνομά σου! Ελέησε με! 

Έναν ολόκληρο χρόνο έλεγε την προσευχή αυτή και αληθινά ήθελε να καταλάβη και να μάθη σε ποιο επίπεδο έχει φθάσει. Και ό Πολυέλεος Θεός, που α­κούει όλες τις προσευχές των ανθρώπων, εισάκουσε την παράκληση αυτή του Μεγάλου Αναχωρητή και έστειλε Άγγελο να τον πληροφόρηση για την κατά­σταση του, λέγοντας: 

-Η παράκληση σου έγινε δεκτή από τον Κύριον. Μάθε λοιπόν ότι στο τάδε Κοινόβιο υπάρχει ένας α­δελφός σου, που είναι καλύτερος από σένα. Μη ρωτήσης το όνομα του, γιατί όλοι τον φωνάζουν σαλόν (τρελλόν). 

Μόλις είπε αυτά τα λόγια ο Άγγελος εξαφανί­στηκε και ο Μεγάλος Αναχωρητής, αφού ευχαρίστη­σε θερμά τον Θεόν, που αποκρίθηκε στην παράκλησή του, σηκώθηκε την ίδια ώρα και ξεκίνησε για το Κοι­νόβιο, που του είπε ο Άγγελος, για να συνάντηση τον σαλόν ασκητή. Όταν έφτασε στο Μοναστήρι ό­λοι έτρεξαν να τον υποδεχτούν, με επικεφαλής τον Ηγούμενο και του έκαναν όσες τιμές μπορούσαν και τον προσκυνούσαν και φιλούσαν τα χέρια του και τον ασκητικό του χιτώνα, πού ήταν υφασμένος από χοντρό μαλλί, διότι όλοι τον θεωρούσαν ως άγιο και σοφό. Του έβαλαν τράπεζα εορταστική και κάθε άλ­λη περιποίηση που μπορούσαν για τον φημισμένο αυτόν Αναχωρητή. Ο Ηγούμενος μάλιστα άρχισε να τον ρωτά διάφορα πνευματικά ζητήματα, αλλά ο Μεγάλος Αναχωρητής ήθελε να συνάντηση τον σα­λόν, που του είχε αναφέρει ο Άγγελος του Κυρίου. 

-Καλά, καλά, θα μιλήσουμε και γι’ αυτά, αδελφοί και πατέρες, είπε, αλλά θα ήθελα προηγουμένως να δω όλους τους αδελφούς του Κοινοβίου και να τους χαιρετίσω. Θέλω να τους δω όλους τους αδελφούς. 

Ο Ηγούμενος έδωσε εντολή και συγκεντρώθηκαν όλοι οι αδελφοί στην μεγάλη αυλή του Μοναστη­ρίου, αλλά όχι και ο σαλός, τον όποιο ήθελε ο Ανα­χωρητής. 

-Είναι όλοι οι αδελφοί του Κοινοβίου εδώ; ρώ­τησε. 

-Ναι, άγιε Γέροντα. Είναι όλοι εδώ, είπε ο Η­γούμενος. 

-Μήπως λείπει κανείς; ξαναρώτησε ο Αναχωρη­τής. 

-Ναι, είπε ο γραμματικός του Κοινοβίου και βοηθός του Ηγουμένου, είναι και άλλος ένας, αλλά αυτός είναι σαλός και τον στέλνουμε να βοσκή το κο­πάδι, και δεν ξέρω τώρα, που βρίσκεται. Δεν αξίζει όμως τον κόπο να ασχολείται κανείς με αυτόν. Είναι σαλεμένος στα μυαλά και δεν μιλά σε κανέναν. 

Εκείνη την στιγμή φάνηκε από μακρυά να πλησιάζη ο σαλός, βρώμικος, κουρελιάρης, αναμαλλια­σμένος και αφρόντιστος, με χαμηλωμένο το βλέμμα του στην γη, έτσι, που δεν γύρισε να δη ούτε την συ­γκέντρωση των Μοναχών στην αυλή και κατευθύνο­νταν προς το ισόγειο κελλί του. Τότε κάποιος τον σταμάτησε και του είπε να πάη να χαιρετήση τον Μεγάλον Αναχωρητή. Καθώς όμως πλησίαζε ο Ανα­χωρητής έτρεξε κοντά του, γονάτισε και ασπάστηκε το χέρι του. Όλοι μείνανε κατάπληκτοι από το θέα­μα αυτό. Ο Μεγάλος, ο Άγιος Αναχωρητής να γονατίζη μπροστά στον σαλό και να του φιλήση το χέ­ρι. Παράξενο, πολύ παράξενο τους φάνηκε. Μήπως έκανε λάθος ο ονομαστός επισκέπτης τους; Μήπως δεν κατάλαβε καλά; Μήπως... 

Ύστερα ο Αναχωρητής πήγε μαζί με τον σαλό στο βρώμικο και ανάστατο κελλί του και του εξήγη­σε τον λόγο της επίσκεψης του. Του ανέφερε την πα­ράκληση του προς τον Θεόν και την απάντηση, που δέχτηκε με το στόμα του Αγγέλου. 

-Εγώ δεν ξέρω τίποτε από όλα αυτά. Εγώ είμαι ένας άχρηστος άνθρωπος... 

-Αδελφέ μου, σε ικετεύω. Φανέρωσέ μου ποιο εί­ναι το έργο, που πράττεις και βρίσκεσαι τόσο ψηλό­τερα από μένα; Ποια είναι η πνευματική σου εργα­σία; 

-Εγώ είμαι ένας σαλός. Δεν κάνω τίποτε το ι­διαίτερο... 

-Μη κρύβεσαι, άγιε αδελφέ. Μη κρύβης από μέ­να το καλό σου έργο. Φανέρωσέ το, γιατί έτσι πολύ θα με βοηθήσης. Μπορεί να έχω αποκτήσει μεγάλη φήμη και όλοι να με θεωρούν πνευματικά προχωρη-μένον και ανεβασμένον ψηλά. Ο Θεός όμως μου απε­κάλυψε οτι δεν έχω φτάσει στα δικά σου μέτρα. Εί­σαι καλύτερος από μένα. Τι κάνεις και βρίσκεσαι τό­σον ψηλά; 

-Τίποτα δεν κάνω. Μονάχα, που κλαίω για τις α­μαρτίες μου, εκεί οπού βόσκω τα ζώα και προσεύχο­μαι... 

Ο Αναχωρητής όμως επέμενε και τον θερμοπαρακαλούσε να του πή τί είναι αυτό το ξεχωριστό έρ­γο, που κάνει και ο σαλός είπε με ταπεινή φωνή: 

-Πίστεψέ με, άγιε αδελφέ, δεν κάνω τίποτε το ξε­χωριστό ο άθλιος. Με έχουν εδώ για βοσκάρη του Μοναστηρίου κι εγώ τρέχω καθημερινά και φροντί­ζω για τα ζώα και ολημερίς προσεύχομαι στον Θεό να με λυπηθή και να με συγχώρηση. Και όταν σκοτεινιάζη επιστρέφω στο Μοναστήρι και μένω στο κελλί μου. Εδώ έχω στήσει έναν αργαλειό και πλέκω ψά­θες, με τα βούρλα και τα λινάρια και αυτό είναι το εργόχειρό μου, που το προσφέρω στο Μοναστήρι για την διατροφή μου. Τίποτε άλλο δεν κάνω. Ξέχασα μόνον να πω, ότι ο καλός μας Ηγούμενος, πού θέλει να με βοηθήση να γίνω λίγο καλός και υπομονετικός, όλη την ημέρα, πού λείπω στην βοσκή, λύνει το βόδι από το μαγκανοπήγαδο και το κλείνει στο κελλί μου. Το ζωντανό στενοχωριέται και κλωτσά και καταστρέ­φει τον αργαλειό και το εργόχειρο μου και όλα όσα βρίσκει μέσα στο κελλί. 

-Κι εσύ τί κάνεις, αδελφέ; 

-Κάνω υπακοή και υπομονή και δεν βγάζω λέξη από το στόμα μου. Γιατί ο καλός μας Ηγούμενος θέ­λει όλους να μας βοηθήση στη μετάνοιά μας. 

-Πόσον καιρόν ζής με αυτόν τον τρόπον; 

-Πάνω από τριάντα χρόνια ζω έτσι, αλλά ποτέ δεν παραπονέθηκα, ούτε άφησα τον λογισμό μου να έχει κάτι εναντίον του Ηγουμένου, μήτε το βόδι το χτύπησα ποτέ. Το ταΐζω με ό,τι μπορώ, το ποτίζω και υστέρα το πηγαίνω στο στάβλο του για ύπνο. Ε­πιστρέφω στο κελλί μου, τακτοποιώ τον αργαλειό και τα πράγματα και προσεύχομαι συνεχώς και πιο πολύ μέσα μου και τον δοξολογώ. 

-Και τί προσευχές λες, άγια αδελφέ; ρώτησε πά­λι ο Αναχωρητής. 

-Τον ευχαριστώ, που με έκανε άνθρωπο και όχι ποντίκι, τον ευχαριστώ, που σταυρώθηκε για μένα και την ψυχή μου και τον παρακαλώ να με πάρη μια μέρα κοντά του παντοτεινά. 

-Ώ, άγια υπομονή της ταπεινοφροσύνης! Πόσον ψηλά είσαι εσύ και πόσον χαμηλά βρίσκομαι εγώ! α­ναφώνησε σηκώνοντας τα χέρια του ο Αναχωρητής. Έβλεπε ολοκάθαρα μπροστά του έναν αληθινό άγιο, που ζούσε πραγματικά και εφάρμοζε τις διδα­σκαλίες του Χριστού για την προσευχή, την ανεξικα­κία, την ταπεινοφροσύνη και προ παντός την υπομο­νή, πού οι περισσότεροι άνθρωποι την χάνουν σε κά­θε δυσκολία της ζωής. 

-Άγιε αδελφέ, σε παρακαλώ να προσεύχεσαι, ώ­στε να με φώτιση ο Θεός να πράττω κι εγώ σαν κι ε­σένα πάντοτε και να μου χαρίση άφεση αμαρτιών! 

-Κι εσύ, άγιε αδελφέ, να προσεύχεσαι για μένα τον σαλό, γιατί κι εγώ είμαι αμαρτωλός και όλοι μας έχουμε ανάγκη από τις προσευχές των άλλων. 

-Να σε ρωτήσω ακόμα κάτι, άγιε αδελφέ. Εσύ ό­ταν προσεύχεσαι πώς οικονομείς την προσευχή σου, ποια τάξη βάζεις; ρώτησε πάλι ο Αναχωρητής. 

-Ο Γέροντας, πού με έκανε Μοναχό, μου είπε να κάνω καθημερινά τον Μοναχικό μου Κανόνα και υ­στέρα να παρακαλώ τον Θεόν για όλους τους αποθαμένους, υστέρα για όσους με έχουν βλάψη και μου έ­καναν κακό, υστέρα για όλους τους ανθρώπους, γνω­στούς και άγνωστους, πού ζουν τώρα στον κόσμο και τελευταία για τον εαυτό μου να με ελεήση, όπως εκεί­νος ξέρει και θέλει για την σωτηρία μου. 

Ο Αναχωρητής θαύμασε το πνευματικό ύψος του σαλού και του είπε: 

-Αληθινά είσαι πολύ ανώτερος από μένα. Ευλό­γησέ με! 

Κι αφού πήρε την ευχή του σαλού ανεχώρησε για την έρημο για να ξεκινήση μεγαλύτερους πνευματι­κούς αγώνες για την υπομονή της ταπεινοφροσύνης.


ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΡΕΚΑΛΕΣΕ ΑΝΘΡΩΠΟΝ ΓΙΑ ΒΟΗΘΕΙΑ! 

-Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών! 

Τι να πή κανείς και τι να σκεφθή και τι να αναφέρη για τον Παντοδύναμο και Πολυέλεο θεό και τις απερίγραπτες δωρεές του στον άνθρωπο, πού επλάσθη βεβαίως «βραχύ τι παρ' αγγέλους» (Έβρ. β' 7), δηλαδή, λίγο κατώτερον από τους Αγγέλους, αλ­λά του έδωσε τέτοιες δυνατότητες, ώστε να επιτελή, όπως μας το βεβαιώνει ό Θεάνθρωπος, μεγαλύτερα έργα από εκείνα, πού έκανε ο ίδιος, όταν βρισκόταν και σωματικώς κοντά μας: «Αμήν αμήν λέγω υμίν, ο πισετύων εις εμέ, τα έργα α εγώ ποιώ κακείνος ποιή­σει, και μείζονα τούτων ποιήσει» (Ίω. ιδ' 12). Διότι, πάλιν κατά την διαβεβαίωσιν του Κυρίου: «Πάντα δυνατά τω πιστεύοντι» (Μάρκ. θ' 23). Το ότι όμως έ­δωσε στους ανθρώπους τόσες δυνάμεις, με την πίστη και την προσευχή, ώστε και οι Άγγελοι ακόμα να παρακαλέσουν ανθρώπους, να προσευχηθούν υπέρ αυτών, δεν μπορεί να το χωρέση το ανθρώπινο μυα­λό και η λογική του κόσμου τούτου! 

Έγινε όμως και αυτό και άλλα πολλά θαυμάσια και υπερθαυμάσια στη ζωή των ανθρώπων, που πί­στεψαν αληθινά και αγάπησαν ολόκαρδα τον Τριαδι­κό Θεό μας και προσεύχονται νύχτα και μέρα, για το «Μέγα έλεος», που μας εχάρισε μαζί με την «αιώνιο ζωή», κατά τον λόγο της Εκκλησίας. Μια τέτοια φοβερή και υπερθαύμαστη περίπτωση μας αναφέρει το θεοφώτιστον «Γεροντικόν», και πολύ πρέπει να την προσέξουμε και να την κατανοήσουμε βαθειά, όπως ιστορείται με αληθινή ταπεινοφροσύνη, χωρίς ονόμα­τα και ματαιόσπουδες αναφορές. Ακούστε λοιπόν, τί έχει καταγράψει το «Γεροντικόν» από την μεγάλη και πανένδοξη γειτονιά των ταπεινών της ερήμου: 

-«Όπως διηγήθηκε κάποιος Γέροντας, υπήρχε έ­νας Αναχωρητής, που κατοικούσε στην πιο βαθειά έ­ρημο για πολλά χρόνια, με πολλές στερήσεις και δυ­σκολίες, τις όποιες υπέμενε για την αγάπη του Χρι­στού, που κι Εκείνος έζησε στην έρημο και νήστεψε τελείως και προσεύχονταν για σαράντα ημέρες και νύχτες, για να μας δείξη με έργα, την μεγάλη δύνα­μη, που χαρίζει η νηστεία και η προσευχή, και κυ­ρίως η ολοκληρωτική αφοσίωση στον Πανάγαθο Θεό. Έτσι και αυτός ο άγνωστος Αναχωρητής είχε φθάσει σε υψηλά μέτρα αρετής και καθαρότητος, ώ­στε να απόκτηση το χάρισμα της διοράσεως και να συναναστρέφεται με τους Αγγέλους. 

Μια ήμερα συνέβη το ακόλουθο γεγονός: Δύο α­δελφοί μοναχοί άκουσαν γι' αυτό τον μεγάλο Αναχω­ρητή και θέλησαν να τον συναντήσουν, να τον γνωρί­σουν προσωπικά και να ωφεληθούν από αυτόν, για την σωτηρία τους. Βγήκαν λοιπόν από το κελλί τους, οπού ασκούνταν μαζί, πήραν τα απαραίτητα και ξε­κίνησαν να τον βρουν στην μέσα έρημο, όπου δεν υ­πάρχουν δρόμοι και άλλες ενδείξεις σε ποιο σημείο και σε ποιο σπήλαιο ζούσε και αγωνιζόταν ο κάθε α­σκητής. Οι περισσότεροι έμεναν άγνωστοι και μονά­χα τυχαίως τους συναντούσε κανείς. Μερικές φορές μάλιστα και όχι λίγες, τους εύρισκαν πεθαμένους και άταφους και τους έθαβαν εκεί, πού τους βρήκαν. Τούτοι οι δυο μοναχοί ξεκίνησαν με πίστη στο Θεό, ότι θα τους βοηθήση να συναντήσουν τον μεγάλο Α­ναχωρητή και να λάβουν κάποια πνευματική βοή­θεια και σωστή καθοδήγηση στο έργο τους. 

Περπάτησαν μερικές ημέρες μέσα στην αφιλόξε­νη έρημο και με την βοήθεια του Θεού, πλησίασαν στο μέρος όπου βρισκόταν η σπηλιά του Αναχωρητή και ήταν χαρούμενοι, που δεν πλανήθηκαν άδικα μέ­σα στην έρημο και ότι θα τον συναντούσαν επί τέ­λους και θα μιλούσαν μαζί του. Καθώς όμως προχω­ρούσαν βλέπουν από μακρυά κάποιον, πού έμοιαζε με άνθρωπο και ήταν ντυμένος με ολόλευκα ρούχα και στέκονταν πάνω σε έναν λόφο, που βρισκόταν ο­λόγυρα στην περιοχή και σε απόσταση τριών περί­που μιλίων. Τότε εκείνος ο λευκοντυμένος τους εφώναξε από μακρυά: «Αδελφοί, αδελφοί». Οι δυο μο­ναχοί τον πλησίασαν και τον ρώτησαν: «Εσύ ποιος είσαι και τί θέλεις;». 

-Ξέρω ότι πάτε να συναντήσετε τον άγιο Αναχω­ρητή, απάντησε. Σάς παρακαλώ να του πήτε μια φράση. 

-Ποια φράση θέλεις να του πούμε; ξαναρώτησαν οι δυο μοναχοί. 

-Να του πήτε: «Θυμήσου αυτό, που σε παρακά­λεσα». Αυτό μόνο να του πήτε. 

Οι δυο μοναχοί υποσχέθηκαν ότι θα πουν αυτή την φράση στον άγιο Αναχωρητή και συνέχισαν τον δρόμο τους με την απορία, ποιος ήταν αυτός ο λευ­κοντυμένος και τί ήταν αυτό, που ζητούσε από τον Γέροντα ερημίτη. Δεν μπορούσαν όμως να καταλά­βουν τίποτε και ακόμα τί ήθελε σ' αυτήν την ερημιά, όπου κάνει φοβερή ζέστη την ημέρα και αβάσταχτο κρύο τη νύχτα. Συνέχισαν όμως την πορεία τους προσευχόμενοι μέχρι, που έφτασαν στην σπηλιά του με­γάλου Αναχωρητή. Έπεσαν αμέσως στα πόδια του με μεγάλη ευλάβεια και τον παρεκάλεσαν να ακού­σουν από το στόμα του λόγον σωτηρίας και να τους πή πώς να αγωνίζονται κατά Θεόν. Ο Γέροντας τους περιποιήθηκε με ό,τι είχε και τους μίλησε για τα πνευματικά ζητήματα και κυρίως για το άπειρον έλε­ος του Θεού, πού είναι ένας απερίγραπτος ωκεανός κι εμείς πρέπει να ζούμε στον ωκεανό αυτό, όπως τα ψάρια μέσα στην θάλασσα. Γιατί, τους είπε, αυτός είναι ο προορισμός μας. Και πρόσθεσε; 

-Όταν βγουν τα ψάρια από την θάλασσα πεθαί­νουν. Έτσι και η ψυχή αν χάση το έλεος του Θεού, ζή μέσα στον θάνατο χωρίς να αφανίζεται. Μόνον υ­ποφέρει και δυστυχεί. Κάποτε είχαμε όλο αυτό το έ­λεος και ζούσαμε στον Παράδεισο. Με την παρακοή βρεθήκαμε στην ερημιά αυτού του κόσμου, γι' αυτό και οι μετανοούντες πηγαίνουν στην έρημο για να σωθούν. Έξω από τον κόσμο της πονηρίας, πού όλο ανακαλύπτει προφάσεις, για να ζή έξω από το έλεος του Θεού. 

-Και πώς ξανακερδίζει κανείς το έλεος του Θεού άγιε πάτερ; 

-Με την δακρυσμένη μετάνοια και την ολόκαρδη προσευχή, παιδιά μου. 

Τους είπε και άλλες ψυχοσωτήριες διδασκαλίες ο Αναχωρητής και εκείνοι του διηγήθηκαν πώς ξεκίνη­σαν να φτάσουν κοντά του και του ανέφεραν και για τον λευκοντυμένο άνθρωπο, που συνάντησαν και εί­παν την φράση «Θυμήσου αυτό, που σε παρακάλε­σα». Ο Γέροντας κατάλαβε και ήξερε ποιος ήταν ο λευκοντυμένος, αφού είχε τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος και συναναστρέφονταν με τους Αγγέλους. Προσποιήθηκε ότι δεν τον ήξερε και τους είπε μάλιστα: 

-Κανένας άλλος άνθρωπος δεν κατοικεί εδώ γύρω. 

Και έλεγε την αλήθεια, γιατί μίλια ολόγυρα στην σπηλιά του Αναχωρητή δεν κατοικούσε άλλος άν­θρωπος. Εκείνοι όμως επέμεναν και του έλεγαν οτι τον είδαν στην κορυφή του γειτονικού λόφου και έ­καναν μετάνοιες και τον πίεζαν να πή ποιος ήταν και τί ήθελε από αυτόν. Αγκάλιασαν τα πόδια του Γέροντα και έτσι πεσμένοι τον παρακαλούσαν να τους πή, για ψυχική τους ωφέλεια. Στο τέλος ο μεγά­λος Αναχωρητής έκανε αγάπη και υποχώρησε στην παράκληση τους. Τους σήκωσε όρθιους και τους εί­πε, δεσμεύοντας την ειλικρίνειά τους: 

-Δώστε μου τον λόγο σας, οτι δεν θα μιλήσετε ε­παινετικά για μένα, σε κανέναν άνθρωπον, οτι είμαι άγιος και τα παρόμοια, μέχρι να φύγω από αυτόν τον κόσμο και να πάω στον Κύριο μας, και τότε θα σας μιλήσω καθαρά για το ζήτημα αυτό. 

Εκείνοι έδωσαν τον λόγο τους, δεσμεύτηκαν μαζί του και ο Γέροντας έκανε τον σταυρό του και τους είπε: 

-Αυτός, που τον είδατε ντυμένο στα λευκά, πάνω στην κορφή του λόφου, είναι Άγγελος Κυρίου. Ήρ­θε εδώ σε μένα τον αδύναμο και με παρακάλεσε, λέ­γοντας: «Ικέτευσε τον Κύριο για μένα, ώστε να επι­στρέψω στον τόπο μου, γιατί έχει πια συμπληρωθή ο χρόνος, που ορίστηκε σε βάρος μου από τον Θεό». Ε­γώ τότε τον ερώτησα, ποία είναι η αιτία της ποινής του. Και εκείνος αποκρίθηκε: «Συνέβη σε μια πόλη ε­παρχιακή, πολλοί άνθρωποι να παροργίσουν τον Θε­όν με τις αμαρτίες τους για μεγάλο χρονικό διάστη­μα. Με έστειλε λοιπόν ο Κύριος να τους παιδεύσω με ευσπλαγχνία. Εγώ όμως όταν τους είδα να ασε­βούν πολύ τους επέβαλα μεγαλύτερο παιδεμό, με α­ποτέλεσμα να εξοντωθούν πολλοί άνθρωποι.. Γι’ αυ­τό μου επεβλήθη η απομάκρυνσή μου από προσώπου του Θεού, πού μου είχε αναθέσει την αποστολή». 

-Και όταν τον ρώτησα, συνέχισε ο Αναχωρητής, πώς είμαι άξιος να παρακαλέσω τον Θεό για έναν Άγγελον, εκείνος μου απάντησε: «Αν δεν ήξερα οτι ο Θεός δέχεται την προσευχή των γνησίων δούλων του, δεν θα ερχόμουν εδώ και δεν θα σε ενοχλούσα». Εγώ αναλογίστηκα εκείνη την στιγμή το αμέτρητο έ­λεος του Κυρίου και την άπειρη αγάπη του προς τον άνθρωπον, που τον έκανε άξιο να μιλά μαζί του και να τον βλέπη, επίσης οι Άγγελοι να υπηρετούν τους ανθρώπους και να έχουν επαφή μαζί τους, όπως έχει γίνει με τους μακάριους δούλους του Ζαχαρία (Λουκ. α' 11) και Κορνήλιο (Πράξ. ι' 1) και τον Προφήτη Η­λία (Γ' Βασιλειών ιθ' 5-7) και τους άλλους αγίους. Έ­νοιωσα κατάπληξη με όλα αυτά και δόξασα την ευ­σπλαγχνία του. 

Ο Γέροντας σταμάτησε ξαφνικά την κουβέντα και άρχισε να προσεύχεται με δάκρυα. Δεν τους απο­κάλυψε τίποτε άλλο, γιατί μετά το περιστατικό αυτό ο τρισμακάριστος Αναχωρητής αναπαύτηκε εν Κυρίω. Οι δύο μοναχοί κατάπληκτοι τον έθαψαν τιμητι­κά με ύμνους και προσευχές και απεφάσισαν να μεί­νουν για πάντοτε στην σπηλιά του αληθινά μεγάλου αυτού Αναχωρητή. Όσο μπορούμε ας μιμηθούμε κι εμείς την πίστη και την αρετή και την προσευχή αυτού του Γέροντα». 

Εδώ τελειώνει η αφήγηση αυτή του «Γεροντι­κού», αλλά ποτέ δεν τελειώνει για όλους μας το αμέτρητον έλεος του Θεού για τον καθένα μας.


Η ΖΩΗ ΠΕΡΑΝ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ

Ποιος δεν θέλει να γνωρίση τι γίνεται μετά την αναχώρηση μας από αυτόν τον κόσμο και πώς είναι η ζωή πέραν του τάφου; Ποιος δεν έχει την αγωνία να μάθη τι γίνεται στην παραπέρα πορεία της ζωής στην ατέλειωτη αιωνιότητα; Γιατί ο κάθε άνθρωπος, που γεννιέται σ' αυτόν τον κόσμο είναι προορισμέ­νος να ζήση αιώνια και όχι μόνον σ' αυτόν τον προ­σωρινό κόσμο, που είναι μια προετοιμασία, μια ά­σκηση και δοκιμασία της ελευθερίας μας, ώστε να έ­χουμε την κατάλληλη συνέχεια στην ατέρμονη αιώ­νια ζωή. Όποιος προτιμά να ζή στο φως να βρή το φως και οποίος προτιμά το σκοτάδι να βρή το σκοτά­δι και οποίος θέλει το μισόφωτο στο μισόφωτο θα βρεθή. Εμείς όμως απορροφημένοι από τις επιθυμίες και τις ανάγκες και τα πάθη, παρασυρόμαστε από τα γήινα και ξεχνούμε τα αιώνια. 

Να πούμε τι θα έπρεπε να κάνουμε; Αυτό το κα­ταλαβαίνει ο κάθε λογικός άνθρωπος και όλοι όσοι πιστεύουν στον Χριστό. Η προσοχή μας πρέπει να είναι σταθερά στραμμένη στα αιώνια και να διαλέ­γουμε πριν απ’ όλα τον σωστό δρόμο, που θα πρέπει να ακολουθήσουμε σ' αυτή την σύντομη ζωή, η οποία τελειώνει γρήγορα και σβήνει, ενώ ή ζωή της ψυχής συνεχίζεται και κουβαλά μαζί της όλες τις ευθύνες για τα έργα, πού προτιμήσαμε. 

Κάποιος Γέροντας Ασκητής διηγήθηκε μια τέτοια χαρακτηριστική ιστορία, μια περίπτωση πραγματική, όπως βεβαιώνει και την έζησε και την εξομολογήθηκε στον ίδιο, γιατί ήταν ο Εξομολόγος της, μια οσία μο­ναχή, που είχε φθάσει στον αληθινό φόβο του Θεού, με πολλούς πνευματικούς αγώνες. Όταν λοιπόν ο Πνευματικός της την ερώτησε πώς και γιατί ξεκίνησε να γίνη μοναχή, εκείνη αναστέναξε και είπε: 

-«Όταν ήμουν παιδί, άγιε Γέροντα, είχα πατέρα έναν καλοσυνάτο και πράο και ευλαβέστατο άνθρω­πο, αλλά ήταν φιλάσθενος. Έτσι τα περισσότερα χρό­νια του τα πέρασε με δίαιτες και γιατρούς και φάρμα­κα. Πιο πολλές μέρες βρισκόταν στο κρεββάτι και λι­γότερες στη δουλειά του. Όσες μέρες δούλευε στα χω­ράφια του ήταν τόσον απορροφημένος στις δουλειές του, ώστε σπάνια συναντιόταν με τους συγχωριανούς του. Καταγινόταν με την καλλιέργεια της γης, αυτή ή­ταν ή δουλειά του, και έφερνε στο σπίτι τους καρπούς των κόπων του. Ήταν τόσο σιωπηλός, πού όσοι δεν τον γνώριζαν ενόμιζαν ότι είναι βουβός. 

Η μητέρα μου ήταν το εντελώς αντίθετο. Ενδια­φερόταν για όλα, ακόμα και για όσα συνέβαιναν και έξω από την πατρίδα. Μιλούσε τόσο πολύ και έλεγε τόσο πολλά σε όλους, ώστε να δίνη την εντύπωση οτι όλο της το σώμα ήταν μια γλώσσα! Φιλονικούσε συ­νεχώς με όλους. Μεθούσε συχνά και περνούσε ώρες με ακόλαστους άντρες. Διαχειρίζονταν τα οικονομι­κά του σπιτιού, που της τα είχε αναθέσει ο πατέρας μου, με τέτοιο τρόπο κακό, ωσάν πόρνη, έτσι, που να μην επαρκούν για μας, μολονότι υπήρχαν πολλά α­γαθά. Ήταν πολύ σπάταλη. Το σώμα της το χρησι­μοποιούσε με τόσο αισχρό τρόπο, ώστε λίγοι άντρες από το χωριό μπόρεσαν να ξεφύγουν από την δική της ασέλγεια. Ποτέ της δεν αρρώστησε, ούτε αισθάνθηκε ποτέ σωματικό πόνο. Από την ημέρα, που γεν­νήθηκε ως την ημέρα, που πέθανε ήταν υγιέστατη σε όλο της το σώμα. 

Ο πατέρας μου, υστέρα από πάλη με πολυχρό­νιες αρρώστιες, πέθανε. Αμέσως με τον θάνατο του άρχισε μια φοβερή κακοκαιρία. Άρχισαν να φυσούν δυνατοί άνεμοι και παντού βροντές και αστραπές και θύελλες με πολλή βροχή. Η βροχή δεν σταματού­σε ούτε στιγμή, νύχτα και μέρα, με αποτέλεσμα να μείνη τρεις μέρες άταφος ο πατέρας μου πάνω στο κρεββάτι του. Οι συγχωριανοί κουνούσαν το κεφάλι τους και απορούσανε με όλο αυτό το κακό και κατη­γορούσαν τον πατέρα μου, ότι είναι εχθρός του Θεού και γι’ αυτό μήτε η γη δεν τον δέχεται για ταφή. Ό­μως για να μην αρχίση η αποσύνθεση του σώματος μέσα στο σπίτι και δεν μπορεί να μπή κανείς μέσα σ' αυτό, αν και ο καιρός ήταν κακός, όλο βροχές και α­νέμους, τον θάψαμε κανονικά στο νεκροταφείο. 

Ύστερα από τον θάνατο του πατέρα μου, σαν να πήρε μεγαλύτερη άδεια, συνέχισε να ασωτεύη με με­γαλύτερη αναίδεια. Έκανε το σπίτι μας σχεδόν πορ­νείο. Έζησε με τόση ασωτία και ακολασία, ώστε να μου αφήση ελάχιστα για κληρονομιά, όσον ακόμα ζούσα στον κόσμο. Ο θάνατος ήρθε σ' αυτήν, όπως μου φαίνεται, μόλις και μετά βίας και με φόβο, σαν να μην ήθελε να την πάρη. Και είχε μια τέτοια κη­δεία και φροντίδα, αντίθετη με εκείνη του πατέρα μου, ώστε να νομίζη κανείς ότι και ο καιρός να προ­σαρμόζεται στην κηδεία. 

Εγώ, δε, μετά τον θάνατο της, καθώς είχα ξεπε­ράσει την παιδική ηλικία, άρχισα να νοιώθω τις επι­θυμίες του σώματος, που με κινούσαν και με ερέθι­ζαν. Ένα βράδυ λοιπόν, όπως είναι φυσικόν, άρχισα να σκέφτομαι και να εξετάζω, ποιόν δρόμον να δια­λέξω στην ζωή μου. Ποια από τις ζωές των γονιών μου. Την ζωή του πατέρα μου, με την καλοσύνη, την πραότητα και την ωραία σύνεση του: Αλλά, έλεγα πάλι μέσα μου και σκεφτόμουνα, ότι έτσι κανένα κα­λό δεν είχε στην ζωή του. Όλη του την ζωή την ξόδε­ψε σε αρρώστιες και θλίψεις και έφυγε από την ζωή αυτή, έτσι, που ούτε η γη δεν ήθελε να δεχτή την τα­φή του. Εάν, λοιπόν, ένας τέτοιος τρόπος ζωής ήταν αρεστός στον Θεό, για ποιόν λόγον ο πατέρας μου δοκίμασε τόσα κακά και δυσάρεστα, ενώ αυτόν τον καλό τρόπο ζωής είχε διαλέξει; 

Αλλά και ο τρόπος της μητέρας μου, θα έλεγε κα­νείς, είναι ο σωστός, να ζήση και να εκδίδη το σώμα του στην ακολασία, στην ασέλγεια και την ηδονή; Ε­κείνη βέβαια, μολονότι δεν άφησε τίποτε αισχρό, που να μη το κάνη, και μεθοκοπούσε πάντοτε, παρ' όλα αυτά επέρασε την ζωή της ολόκληρη με υγεία και καλοπέραση. Τί θα έλεγε λοιπόν κανείς, ότι έτσι πρέπει να ζήσω κι εγώ, σαν την μητέρα μου; Άλλω­στε είναι καλύτερο να έχω εμπιστοσύνη στα μάτια μου και να μη προσπερνώ καθόλου, αυτά, που καλά έχω διαπιστώσει. Και εγώ η άθλια, πήρα την απόφα­ση να ακολουθήσω μια τέτοια ζωή, ωσάν την ζωή της μητέρας μου. 

Έτσι, που σκεφτόμουνα, ήρθε η νύχτα και με πή­ρε αμέσως ο ύπνος, υστέρα από αυτούς τους λογι­σμούς, που είχα κάνει. Τότε βλέπω ξαφνικά μπροστά μου ένα μεγαλόσωμο άνθρωπο, που ήταν φοβερός στην όψη. Έπειτα, αφού με τρόμαζε με την μορφή του, με ρωτούσε με οργισμένο πρόσωπο και με σκλη­ρή φωνή: 

-Πες μου εσύ ή τάδε (είπε το όνομα μου), ποιοί είναι οι λογισμοί της καρδιάς σου και τι θέλεις να κάνης στην ζωή σου; 

Εγώ ήμουν κατατρομαγμένη από την όψη και την εμφάνιση του και δεν τολμούσα ούτε να μιλήσω, ούτε να γυρίσω να τον κοιτάξω. Είχα κατεβασμένο το βλέμμα. Εκείνος με πιο δυνατή φωνή με πρόσταξε πάλι να του αναφέρω τις αποφάσεις μου. Εγώ είχα παραλύσει από τον φόβο μου και έχοντας ξεχάσει τις σκέψεις μου, έλεγα ότι δεν ξέρω τίποτε από αυτά, που με ρωτά. Εκείνος πάλι, ενώ εγώ αρνιόμουν τα ό­σα είχα σκεφτεί, μου θύμιζε όλους τους λογισμούς, που είχα κάνει πριν κοιμηθώ. Τότε εγώ αισθάνθηκα μέσα μου να με ελέγχη η συνείδηση μου και άρχισα να παρακαλώ και να ζητώ συγχώρηση και εξηγούσα γιατί είχα κάνει αυτές τις σκέψεις. Εκείνος με την ίδια έντονη φωνή μου είπε: 

-Έλα, λοιπόν, να δής και τους δυο, τον πατέρα σου και την μητέρα σου, πώς είναι. Και ύστερα διά­λεξε οποία ζωή θέλεις για τον εαυτό σου να ζήσης. 

Με έπιασε αμέσως από το χέρι και με τραβούσε. Έτσι με έφερε σε μια πολύ μεγάλη πεδιάδα, με πολ­λούς κήπους και κάθε λογής καρπούς και διάφορα δέντρα, ποΥ την ομορφιά τους κανείς δεν μπορεί να περιγράψη. Με έβαλε μέσα σ' αυτήν την πανέμορφη πεδιάδα και εκεί με συνάντησε ο πατέρας μου. Με α­γκάλιασε αμέσως, με φιλούσε και με αποκαλούσε παιδί του. Εγώ τον έσφιξα στην αγκαλιά μου και τον παρακαλούσα να μείνω μαζί του. Εκείνος όμως μου έλεγε ότι δεν μπορεί να με κράτηση: 

-Τώρα, αυτό, που μου ζητάς δεν είναι δυνατόν να γίνη. Αν όμως θέλησης να ακολουθήσης τα δικά μου αχνάρια, τότε θα 'ρθής εδώ, και όχι υστέρα από πολύ χρόνο. 

Εγώ επέμενα πολύ να παρακαλώ και να ζητώ να μείνω μαζί του, αλλά εκείνος, που με πήγε εκεί, με τράβηξε από το χέρι και μου είπε: 

-Έλα, να δής και την μητέρα σου, να φλέγεται στη φωτιά, για να κρίνης μόνη σου, σε ποιόν από τους δυο τρόπους ζωής είναι καλόν να στραφής και ποιος από αυτούς τους δυο δρόμους σε συμφέρει να ακόλουθη σης. 

Με σταμάτησε σε ένα σπίτι σκοτεινό και τελείως ζοφερό, και ακούγονταν από κει μέσα μεγάλη ταρα­χή και τρίξιμο δοντιών. Εκεί μου έδειξε ένα καμίνι γεμάτο φωτιά και πίσσα να αναβράζη και να καίγε­ται και μερικούς φοβερούς φρουρούς να στέκονται ο­λόγυρα στο καμίνι. Ήταν φοβεροί και άγριοι στην ό­ψη. Εγώ κοίταξα κάτω και εκεί είδα την μητέρα μου βυθισμένη μέσα στη φωτιά μέχρι το λαιμό της. Καί­γονταν ολόκληρη από τη φωτιά και από τους πόνους έτριζε και χτυπούσε τα δόντια της, ενώ μια απαίσια μυρωδιά από σκουλήκια έβγαινε προς τα πάνω. 

Όταν με αντίκρυσε η μητέρα μου άρχισε να φωνάζη θρηνητικά και δυνατά και να με αποκαλεί παι­δί της και να παρακαλή: 

-Αλλοίμονο, παιδί μου, αλλοίμονο στα έργα και στις πράξεις μου. Όλα τα καλά έργα τα θεωρούσα τότε ότι ήταν φλυαρίες και ανοησίες και δεν πίστευα στις τιμωρίες για την πορνεία και την μοιχεία. Δεν πίστευα οτι υπάρχουν βασανιστήρια για την μέθη και την ασέλγεια. Να όμως, για λίγη ηδονή τότε, πό­ση κόλαση δοκιμάζω τώρα και τί τιμωρίες υποφέρω εδώ. Να, για λίγη παράνομη απόλαυση, πόσον τιμω­ρούμαι τώρα. Να, για την καταφρόνηση στο λόγο του Θεού, τί μισθούς έχω τώρα. Με έχουν βρει όλα τα ανεπανόρθωτα κακά! Και συνέχισε να κλαίη και να παρακαλή για κά­ποια βοήθεια: 

-Τώρα είναι καιρός για βοήθεια, παιδί μου. Τώ­ρα να θυμηθής τα τροφεία, τα έξοδα, πού έκανα για να σε μεγαλώσω. Τώρα πρέπει να μου ανταποδώσης την ευεργεσία, εάν πήρες ποτέ κάτι καλό από μένα. Σπλαγχνίσου αυτήν, που καίγεται και λυώνει μέσα στη φωτιά. Δείξε συμπόνοια σε μένα, που δοκιμάζο­μαι ολόκληρη μέσα σε τέτοια βάσανα. Λυπήσου με, παιδί μου, δός μου το χέρι σου και ανέβασε με από δω! 

Εγώ απέφευγα να της δώσω το χέρι μου εξ αι­τίας αυτών των άγριων, οι όποιοι στέκονταν σαν ε­πόπτες των βασανισμών, αλλά εκείνη συνέχισε να κλαίη και να φωνάζη με δάκρυα προς έμενα: 

-Παιδί μου, βοήθα με, παιδί μου, βοήθησε με και μην αδιαφορήσης για τους θρήνους της μητέρας σου. Θυμήσου τους πόνους, πού τράβηξα στη γέννα σου και μη παράβλεψης αυτήν, που χάνεται τώρα μέσα στην κόλαση της φωτιάς! 

Ομολογώ ότι συγκλονίστηκα από τις σπαρακτι­κές φωνές και τα δάκρυα της. Άπλωσα το χέρι να την τραβήξω, αλλά η φωτιά μου έκαψε το χέρι και άρχισα να στενάζω κι εγώ με δάκρυα. Θρηνούσα, ω­σάν μικρό παιδί. Όλοι στο σπίτι, οπού κοιμόμουνα ξεσηκώθηκαν από τα κλάματα μου, άναψαν το φως και ζητούσαν να μάθουν τί συνέβη και γιατί έκλαιγα τόσον πονεμένα. Εγώ τους περιέγραψα, που βρέθη­κα και τί είδα. Τότε είπα σ' αυτούς ότι προτιμώ να α­κολουθήσω στο μέλλον τη ζωή του πατέρα, αφού με την φιλανθρωπία, που μου έδειξε ο Θεός, πληροφο­ρήθηκα ποιες τιμωρίες περιμένουν αυτούς, που θέ­λουν να ζουν «αμαρτωλά». 

Αυτή ήταν η εξομολόγηση της μακάριας εκείνης μοναχής, που περιέγραψε τι λαμπρή, που είναι η α­νταπόδοση στις ενάρετες ψυχές και πόσον μεγάλες οι τιμωρίες για τις κακές πράξεις και την αισχρή ζωή. Μόνοι μας επιλέγουμε τα καλά ή τα αμαρτωλά έργα και αυτά βρίσκουμε και στην άλλη ζωή. Γι’ αυτό και ο Γέροντας Εξομολόγος της μακαριστής πλέον μονα­χής, μας συμβουλεύει να γινόμαστε καλύτεροι, για να συναντήσουμε τα καλύτερα και να ζούμε πάντοτε στην μακαριότητα.


ΑΝΕΒΗΚΕ ΣΩΜΑΤΙΚΑ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ!

Η μεγαλύτερη γειτονιά των ταπεινών διαμορφώ­θηκε και αναπτύχθηκε μέσα στους αιώνες στα Ασκηταριά και τα Κοινόβια της ερήμου, όπου ασκήτεψαν, αγωνίστηκαν και αναδείχτηκαν μεγάλοι Άγιοι και Πατέρες της Εκκλησίας, όπως τους συναντούμε στα «Συναξάρια» και τα παλιά «Γεροντικά», με τους βίους, τις διδασκαλίες και τα θαυμαστά και διδακτι­κά γεγονότα, που έζησαν. Ένα τέτοιο λαμπρότατο γεγονός διηγήθηκε α Αββάς Δανιήλ, που το γνώρισε ο ίδιος και το κατέγραψε και μπορούμε τώρα να το παρακολουθήσουμε κι εμείς, μέσα από τα λόγια του, που έζησε και ασκήτεψε τον έκτο αιώνα στην έρημο της Αιγύπτου. Διηγήθηκε λοιπόν ο Αββάς Δανιήλ στους υποτακτικούς του, ότι: 

-«Υπήρχε κάποτε ένας ασκητής με το όνομα Δούλας, που είχε φτάσει σε μεγάλα πνευματικά μέτρα της αγιότητος, ώστε να συγκαταλεχθή ανάμεσα στους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας. Αυτός λοιπόν ο Δούλας εμόνασε αρχικά σε Κοινόβιο για σαράντα ο­λόκληρα χρόνια. Με την πείρα, που είχε αποκτήσει στο μοναχικό βίο, έλεγε στους άλλους μοναχούς: 

-Δοκίμασα διάφορους τρόπους μοναχικής ζωής και διαπίστωσα οτι αυτοί, που μονάζουν στα Κοινό­βια, πολύ περισσότερο και πολύ γρηγορότερα προκό­βουν στην απόκτηση των αρετών, εάν μένουν στο Κοινόβιο τους με πραγματική διάθεση να αγωνισθούν τον καλόν αγώνα της Πίστεως. Ήταν, λοιπόν, κάποτε ένας αδελφός στο Κοινόβιο, ο όποιος εξωτε­ρικά φαινόταν άσημος και καταφρονεμένος, αλλά στο λογισμό ήταν πολύ σπουδαίος και άξιος για κά­θε τιμή. Όλοι όμως του φέρνονταν άσχημα και τον ε­ξευτέλιζαν και τον κακομεταχειρίζονταν, ως άχρη­στο και ανίκανο, και αυτός αντί να πικραίνεται και να διαμαρτύρεται, χαίρονταν μέσα του κι ένοιωθε α­γαλλίαση. Όλη αυτή η κακή και εχθρική συμπεριφο­ρά εναντίον του ήταν δόλιο σχέδιο των δαιμόνων για να τον εκτρέψουν από τον δρόμο, που ακολου­θούσε. Έτσι για είκοσι ολόκληρα χρόνια τον έδερ­ναν, τον κλωτσούσαν, τον έφτυναν και τον έβριζαν, αλλά ο καλός αγωνιστής δεν σταματούσε την πνευ­ματική του πορεία. 

Μία ημέρα ο σατανάς, που δεν μπορούσε να ανεχθή άλλο το νικηφόρο αγώνα του ταπεινού ασκητή, γλύστρησε ύπουλα στην ψυχή κάποιου μονάχου και την ώρα, που όλοι στο Μοναστήρι ησύχαζαν, μπήκε στην εκκλησία και έκλεψε όλα τα ιερά σκεύη και έφυ­γε κρυφά από το Κοινόβιο. Όταν ήλθε η ώρα για την Ακολουθία, πήγε ο Κανονάρχης να βάλη θυμία­μα, αλλά διεπίστωσε κατάπληκτος οτι έλειπαν όλα τα ιερά σκεύη. Έτρεξε τότε στον Ηγούμενο και ανέ­φερε το γεγονός. Χτύπησε αμέσως η καμπάνα και συ­γκεντρώθηκαν όλοι οι αδελφοί και άρχισε μεγάλη α­ναστάτωση για την ιεροσυλία αυτή. Όλοι αναρωτή­θηκαν ποιος να έκανε κάτι τόσο βέβηλο. Μερικοί άρ­χισαν να κατηγορούν τον άσημο και ταπεινό αδελφό τους, που τον αποκαλούσαν «ο κακούργος» και δεν είχε πάει στην Ακολουθία. Αν δεν το είχε κάνει αυ­τός το κακούργημα, θα ερχόταν πρώτος και σήμερα, όπως κάνει πάντοτε. 

Πήγαν αμέσως στο κελλί του και τον βρήκαν να προσεύχεται. Τον άρπαξαν θυμωμένοι και άρχισαν να τον σέρνουν έξω από το κελλί του με βρισιές και φωνές και εκείνος έκπληκτος τους ρωτούσε: «Τί συμ­βαίνει, πατέρες μου;». Εκείνοι με κακόλογα και κα­τηγόριες τον χτυπούσαν και του έλεγαν: «Ιερόσυλε, είσαι ανάξιος ακόμα και να ζής! Δεν σου έφτανε τό­σα χρόνια, που μας τάραξες το Κοινόβιο, τώρα μας έχεις κατασκανδαλίσει όλους;». Εκείνος με ταπεινο­φροσύνη τους έλεγε: «Συγχωρήστε με, πατέρες μου, που έσφαλα». Αμέσως τον οδήγησαν στον Ηγούμε­νο και λένε: 

-Άγιε Ηγούμενε, αυτός είναι, που φέρνει άνω-κάτω το Μοναστήρι μας, από την αρχή, πού ήρθε. 

Και άρχισαν όλοι να τον κατηγορούν, πότε ότι έ­φαγε κρυφά τα χόρτα, πότε ότι έκλεβε τα ψωμιά και τα έδινε έξω σε άλλους και πότε ότι τον είδαν να πίνη το καλό κρασί, που έχουν για την Θεία Μετάλη­ψη. Και όλοι, μολονότι λέγανε ψέματα, γινόταν πι­στευτοί. Μόνον αυτόν, αν και έλεγε την αλήθεια, δεν τον άκουγε και δεν τον πίστευε κανείς. Τότε ο Ηγού­μενος του αφαίρεσε το Μοναχικόν Σχήμα, λέγοντας: 

-Αυτά, που κάνεις δεν ταιριάζουν σε αληθινόν Χριστιανόν. 

Του φόρεσαν λοιπόν σιδερένιες χειροπέδες και τον παρέδωσαν στον Οικονόμο του Μοναστηριού. Ε­κείνος, αφού τον εγύμνωσε από τα ρούχα του, τον μαστίγωσε και τον ρωτούσε αν αληθεύουν όσα λέγο­νται εναντίον του. Εκείνος γελώντας για τις ψεύτι­κες κατηγορίες έλεγε: «Συγχωρήστε με, αδελφοί, για­τί έσφαλα». Εξαγριωμένος ο Οικονόμος από την α­πάντηση του κατηγορουμένου, έδωσε εντολή να τον ρίξουν στην φυλακή και να ασφαλίσουν τα πόδια του στην ξύλινη μέγγενη, για να μη δραπέτευση. Την ίδια μέρα έστειλε και γραπτή αναφορά στον Έπαρχο της πόλης για το γεγονός. 

Χωρίς καθυστέρηση έφθασαν τα αρμόδια όργανα του Έπαρχου, κατέλαβαν τον κατηγορούμενο, αλλά αθώο Μοναχό, τον ανέβασαν πάνω σε ένα ζώο χωρίς σαμάρι, με βαρύ σιδερένιο περιλαίμιο στον λαιμό του και τον διαπόμπευσαν μέσα στην πόλη, για να τον ο­δηγήσουν τελικά στον δικαστή. Ο δικαστής άρχισε να τον ρωτά ποιο είναι το όνομά του και από που κα­τάγεται και για ποιόν λόγον έγινε Μοναχός. Ο κατη­γορούμενος Μοναχός τίποτε άλλο δεν έλεγε, παρά μόνον: «Αμάρτησα, συγχωρέστε με». Έξω φρενών ο δικαστής διέταξε να τεντώσουν το κορμί του και με σκληρά μαστίγια να του λιανίσουν τα νώτα. 

Τεντωμένος λοιπόν από τα τέσσερα άκρα, χέρια και πόδια, και την ώρα, που τον μαστίγωναν αλύπη­τα, εκείνος, με χαμογελαστό πρόσωπο, έλεγε στον δι­καστή: «Χτύπα, χτύπα. Έτσι κάνεις την αμοιβή μου λαμπρότερη». Και ο δικαστής του είπε: «Εγώ την τι­μωρία σου θα την κάνω πιο αστραφτερή και από το χιόνι». Και διατάζει αμέσως να στρώσουν φωτιά κά­τω από την κοιλιά του, καθώς ήταν μπρούμυτα την ώρα, που τον μαστίγωναν, και αφού ανακατώσουν α­λάτι και ξύδι, να το χύνουν πάνω στις πληγές του. Ό­σοι ήταν παρόντες εκεί και έβλεπαν τα φοβερά μαρ­τύρια και θαύμαζαν για την μεγάλη καρτερία του, τον ρωτούσαν: «Πες μας που έβαλες τα ιερά σκεύη και θα σε ελευθέρωση ο δικαστής». Και εκείνος απαντούσε: «Δεν γνωρίζω τίποτε». Ο δικαστής παράγ­γειλε να διακόψουν το βασανισμό αυτό και πρόστα­ξε να μεταφέρουν τον κατηγορούμενο στην φυλακή και εκεί να τον κρατήσουν νηστικό και αφρόντιστο. 

Την επόμενη ημέρα ο Έπαρχος έστειλε εντολή στο Κοινόβιο να παρουσιασθούν οι υπεύθυνοι του Μοναστηρίου, μαζί με τον Ηγούμενο. Όταν έφτα­σαν στο Επαρχείο ο Έπαρχος τους είπε: «Πάρα πολλούς τρόπους εχρησιμοποίησα και σε πολλές τι­μωρίες τον υπέβαλα, αλλά τίποτε περισσότερον δεν μπόρεσα να μάθω». Του λένε τότε οι εκπρόσωποι του Κοινοβίου: «Άρχοντα, και άλλα πολλά κακά έκανε, αλλά χάριν του Θεού, τον κρατήσαμε περιμένοντας να μετανοήση. Να όμως, που έφτασε στα χειρότερα». Τους ρώτησε τότε: «Τι να τον κάνω λοιπόν;». Και εκείνοι του αποκρίθηκαν: «Ό,τι λέγει Ο νόμος». Ξανάπε ο Έπαρχος: «Τους ιερόσυλους τους φονεύει ο νό­μος». Τότε ας φονευθή, του απάντησαν. Και ο Έπαρ­χος τους άφησε να φύγουν. 

Ύστερα φώναξε να του φέρουν τον κατηγορούμε­νο και αφού κάθισε στο δικαστικό θρόνο του είπε: «Άθλιε Μοναχέ, ομολόγησε την αλήθεια, για να γλυτώσης τον θάνατο». Και ο αθώος Μοναχός είπε: «Ε­άν διατάζης να πω αυτό, που δεν έγινε, το λέω». Ο δικαστής είπε: «Δεν θέλω να πής ψέματα εναντίον σου». Και ό κατηγορούμενος Μοναχός ξανάπε: «Τί­ποτε από όσα με ρωτάτε δεν γνωρίζω να τα έκανα ποτέ». Βλέποντας λοιπόν ο Έπαρχος οτι ο κατηγο­ρούμενος δεν ομολογεί ενοχή, διέταξε να αποκεφαλισθή. Αμέσως τον πήραν οι δήμιοι και πήγαν στον τό­πο των εκτελέσεων να τον αποκεφαλίσουν. 

Την ώρα, που τον πήγαιναν για εκτέλεση, αυτός, πού είχε αφαιρέσει τα ιερά σκεύη και τα κειμήλια, έ­νοιωσε συντριβή στην καρδιά του και είπε στον εαυ­τό του: «Είτε τώρα, είτε κάποια άλλη μέρα, οπωσδή­ποτε θα μαθευτή η αλήθεια για την κλοπή αυτή. Και αν ακόμα ξεφύγης από την ανθρώπινη δικαιοσύνη, τί θα κάνης την ημέρα της Κρίσεως; Πώς θα απολογηθής γι’ αυτές τις πράξεις σου;». Μετανοημένος λοιπόν, ο πραγματικός κλέφτης των κειμηλίων, πη­γαίνει αμέσως στον Ηγούμενο και του λέγει: «Να στείλης γρήγορα είδηση στον Έπαρχο, να μην εκτελεσθή ο Αδελφός, που κατηγορήθηκε γιατί βρέθηκαν τα ιερά σκεύη». Έτσι και έγινε. Όταν πληροφόρησε ο Ηγούμενος τον Έπαρχο ότι βρέθηκαν τα κλοπι­μαία, έδωσε εντολή να ελευθερωθή ο καταδικασμέ­νος, ο όποιος οδηγήθηκε ξανά στο Κοινόβιο. 

Τότε όλοι εκείνοι, που τον κατηγορούσαν και τον κακομεταχειρίζονταν έπεσαν στα γόνατα μπροστά του και τον παρακαλούσαν να τους συγχώρηση: «Σου φταίξαμε, αδελφέ, συγχώρησε μας». Και εκείνος, κλαίγοντας τους απαντούσε: «Εσείς να με συγχωρεί­τε, που σας αναστάτωσα. Εγώ σας ευχαριστώ και σας ευγνωμονώ, γιατί με τους μικρούς αυτούς κόπους αξιώνομαι αγαθών μεγάλων. Αληθινά σας λέγω, ότι η χαρά μου ήταν μεγάλη πάντοτε, όταν άκουγα να λέ­γονται από σας τόσες κατηγορίες εναντίον μου, διότι δεν είχαν απολύτως καμμιά βάση και κυρίως διότι, με αυτόν τον μικρόν εξευτελισμό, επρόκειτο να γίνω άξιος για τιμές μεγάλες κατά την φοβερή ημέρα της Κρίσεως. Ο Κύριος να σας συγχώρηση για όλα όσα είπατε και κάνατε εναντίον μου». 

-Βεβαίως και παρακαλούμε να μας συγχώρηση ο Θεός, έλεγαν γονατιστοί οι αδελφοί, που τον κατηγό­ρησαν αλλά θέλουμε κι εσύ να μας συγχώρησης και να ευχηθής για την σωτηρία μας. Συγχώρησέ μας, α­δελφέ». 

-Σας έχω ήδη συγχωρήσει, αδελφοί μου, καθώς και σας χρεωστώ ευγνωμοσύνη για όσα κάνατε. Χαί­ρομαι αληθινά και θα χαιρόμουν ακόμα περισσότερον γι' αυτό, που μου κάνατε, αν δεν είχα θλίψη στην καρδιά μου για σας. Γιατί διέβλεπα την ανταπόδωση της αναπαύσεως στην Βασιλεία των Ουρα­νών, μετά από τέτοιους πειρασμούς». 

Μετά την επιστροφή του στο Κοινόβιο ο αδικη­θείς Μοναχός, ο «κακούργος» καθώς τον έλεγαν οι αδελφοί του, εξεδήμησε προς τον Κύριον μετά τρεις ήμερες με οσιακό τέλος. Διότι όταν πήγε, ένας αδελ­φός στο κελλί του να δη πώς είναι, τον βρήκε πεσμέ­νο στα γόνατα. Γιατί, καθώς έκανε μετάνοιες και προσεύχονταν, στη θέση αυτή παράδωσε την ψυχή του στο Θεό, και το σώμα του παρέμενε ακόμα στη στάση της μετάνοιας. (Σημ. Η λέξη μετάνοια, αυτό, που λέγεται κλίση των γονάτων, την μετάνοια της ψυχής φανερώνει και υποδηλοι. Έτσι έχουμε διπλή μετάνοια, σώματος και ψυχής). Τότε ο αδελφός έτρε­ξε αμέσως στον Ηγούμενο της Μονής και αναφέρει το γεγονός και ο Ηγούμενος έδωσε εντολή να μεταφερθή το σώμα και να ενταφιασθή στην εκκλησία. 

Τοποθέτησαν το νεκρό σώμα του Μοναχού, που κατηγορήθηκε άδικα και υπέφερε αγόγγυστα τόσα βασανιστήρια, μπροστά στο θυσιαστήριο του ναού και παράγγειλε να χτυπήσουν το σήμαντρο, για να συγκεντρωθούν όλοι οι αδελφοί και γίνη με τιμές ο ε­νταφιασμός του. Καθώς όμως συγκεντρώνονταν οι α­δελφοί για τον «τελευταίον ασπασμόν» ήθελε ο καθέ­νας τους να πάρη κάποια ευλογία από το λείψανον και τα ενδύματα του νεκρού Μονάχου. Βλέποντας το αυτό ο Ηγούμενος ετοποθέτησε τον νεκρόν μέσα στο ιερό του ναού, εκλείδωσε την πόρτα και περίμενε τον Αββά του Κοινοβίου για να κάνουν μαζί τον εντα­φιασμό. Όταν ήρθε και ο Αββάς με τους ιερείς και άρχισαν την Εξόδιον Ακολουθίαν, έδωσε εντολή: 

-Ανοίξετε το ιερόν και φέρετε τον νεκρόν να γίνη κανονικά η ταφή, γιατί έφτασε η ενάτη ώρα (τρεις μετά μεσημβρίας). 

Ω, των θαυμάσιων σου, Κύριε! Όταν άνοιξαν το ιερό δεν βρήκαν μέσα τίποτε, εκτός από τα ρούχα και τα σανδάλια του νεκρού! Όλοι θαμπώθηκαν και αφού γονάτισαν με συντριβή, άρχισαν να δοξάζυν τον Υπερθαύμαστον Θεόν, με δάκρυα στα μάτια και να ζητούν συγχώρηση για όσα έκαναν και είπαν ενα­ντίον του αδικημένου Μονάχου, λέγοντας μεταξύ τους: 

-«Βλέπεις, αδελφέ, τί αγαθά προξενεί η μακροθυμία και η αληθινή ταπείνωση και η υπομονή; Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας». 

Και ο Αββάς Δανιήλ, που διηγήθηκε την ιστορίαν αυτήν στους υποτακτικούς του, κατέληξε λέγο­ντας: 

-Όπως είδατε λοιπόν το παράδειγμα αυτό, έτσι κι εσείς να αγωνιζόσαστε, υπομένοντας με ταπεινο­φροσύνη και ανεξικακία όλους τους πειρασμούς και τους εξευτελισμούς, γιατί αυτός είναι ο δρόμος, που μας οδηγεί στην Βασιλεία των Ουρανών, που μας χα­ρίζει με το έλεός του ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός».


ΠΩΣ ΝΙΚΗΣΕ ΤΟ ΠΑΘΟΣ

Υπάρχουν πολλά πάθη, σαρκικά και ψυχικά, ό­πως και πολλοί τρόποι για την αντιμετώπιση και την κατανίκηση τους. Στην ιστορία, που ακολουθεί και την διηγείται αυτός, που την έζησε, ο Συμεών από την Απάμεια της Συρίας, που βρίσκεται στα νότια της μεγάλης πόλεως Αντιοχείας, θα δούμε έναν από αυτούς τους τρόπους για το σαρκικό πάθος. Βέβαια η ταπεινοφροσύνη και προπαντός η πίστη και η αγά­πη, βοηθούν πολύ στον καλό αγώνα κατά των πα­θών, αλλά και άλλοι τρόποι μπορούν να γίνουν απο­τελεσματικοί για τον τίμιο αγωνιστή. Και αυτόν τον δρόμο, που ακολούθησε ο Συμεών και τον περιέγρα­ψε σε κάποιον Αββά και από αυτόν έγινε γνωστή η περίπτωσή του, όπως την διηγήθηκε ο Αββάς και την κατέγραψαν οι μαθητές του. 

-«Ζούσαν κάποτε στην Απάμεια της Συρίας δυο έμποροι, που ήταν φίλοι και ασκούσαν το επάγγελμα του εμπόρου και έκαναν και εξαγωγές σε άλλες χώ­ρες. Ο ένας από αυτούς ήταν πλούσιος και ό άλλος είχε λιγότερα πλούτη. Ο πλούσιος έμπορος είχε και μια πολύ όμορφη σύζυγο, αλλά και σεμνή και φρόνι­μη, όπως αποδείχτηκε. Κάποτε πέθανε ο πλούσιος έ­μπορος και άφησε χήρα την όμορφη σύζυγο του. Ο φίλος του βλέποντας την ομορφιά και την σεμνότητα της χήρας την ερωτεύθηκε πολύ και ήθελε να την πάρη γυναίκα του, αλλά δίσταζε να της το πή, γιατί φοβόταν την άρνηση της. Εκείνη όμως, πού ήταν έξυ­πνη και μυαλωμένη κατάλαβε τα αισθήματα του ερω­τευμένου Συμεών Κάι του είπε: 

-Κυρ Συμέων, σε βλέπω ότι έχεις λογισμούς για μένα. Πες μου λοιπόν τί σε απασχολεί, τί λογισμούς έχεις και εγώ θα σου απαντήσω. 

Εκείνος στην αρχή δίσταζε να μιλήσει. Ύστερα όμως της ομολόγησε τα αισθήματα του και την παρεκάλεσε να γίνει γυναίκα του. Εκείνη του ξαναλέει: 

-Αν κάνης αυτό, που θα σου ζητήσω, τότε θα δε­χτώ την πρόταση σου. 

-Ό,τι και να μου ζήτησης, θα το κάνω, της απά­ντησε εκείνος. 

-Τότε θέλω να κατεβής κάτω στο εργαστήρι σου και μείνε νηστικός, μέχρι να σε καλέσω και αληθινά σου λέγω οτι κι εγώ δεν θα γευτώ τίποτε, μέχρι να σε φωνάξω να ανεβής. Συμφωνείς; 

-Συμφωνώ, αποκρίθηκε ο κυρ Συμεών και κατέ­βηκε στο εργαστήρι του. 

Δεν είχαν όμως καθορίσει πότε θα τον καλούσε. Εκείνος υπέθεσε οτι η χήρα ήθελε να προετοιμαστεί σαν γυναίκα και ότι σε μια- δυό ώρες θα τον φώναζε. Πέρασε όμως ολόκληρη η ημέρα χωρίς να τον καλέση. Απόρησε με το γεγονός αυτό. Μήπως τον είχε ξε­χάσει; Μήπως συνέβη τίποτε άλλο; Δεν ήξερε τί να υπόθεση. Έτσι πέρασε και ή δεύτερη μέρα. Σκέφτηκε να ανεβή ακάλεστος από το εργαστήρι του, αλλά σαν τίμιος άνθρωπος ήθελε να τήρηση την συμφωνία. Άρ­χισε να πεινά και να διψά, αλλά η συμφωνία τους ή­ταν να μείνη τελείως νηστικός. Όπως θα έμενε και ή χήρα χωρίς να γευτή το παραμικρό. Έκανε λοιπόν υ­πομονή και ό Θεός τον βοηθούσε να μείνη τίμιος στην συμφωνία του. Έτσι πέρασε και η τρίτη μέρα και ό κυρ Συμεών άρχισε να νοιώθη εξάντληση. Και σκέφτηκε οτι αν δεν τον καλέση και την επομένη τό­τε θα χαλάση την παράξενη αυτή συμφωνία, που έ­μοιαζε λίγο και σαν εμπαιγμός. 

Την τέταρτη ημέρα του στέλνει ειδοποίηση να ανεβή από το εργαστήρι. Αν δεν τον ειδοποιούσε, λί­γο ακόμα και θα πέθαινε από εξάντληση. Δεν μπο­ρούσε να σταθή στα πόδια του και χρειάστηκε να τον βοηθήσουν άλλοι για να ανεβή από το υπόγειο εργα­στήρι του. Εκείνη είχε ετοιμάσει λαμπρό τραπέζι και ομορφοστολισμένο το κρεββάτι της και του λέγει: 

-Κυρ Συμεών, να το στρωμένο τραπέζι και το στρωμένο κρεββάτι. Που επιθυμείς να πάμε μαζί οι δυο μας; 

-Σε παρακαλώ, της αποκρίθηκε εκείνος. Δείξε α­γάπη και δός μου κάτι να φάω, γιατί χάνομαι από την πείνα και την δίψα και από την μεγάλη μου αδυ­ναμία δεν ξέρω αυτήν την στιγμή αν υπάρχουν γυ­ναίκες στον κόσμο αυτό. 

-Να λοιπόν, που με την πείνα, προτίμησες το φα­γητό και όχι έμενα ή άλλη γυναίκα και καμμιά άλλη ηδονή, παρά μόνον το φαγητό. Όταν λοιπόν έχεις τέ­τοιους λογισμούς και πειρασμούς, αυτό το φάρμακο να χρησιμοποιής και θα γλιτώνης από κάθε τέτοιο κίνδυνο κακών λογισμών. Πίστεψε με, λοιπόν, οτι με­τά τον άνδρα μου, ούτε εσένα ούτε άλλον άνδρα παίρνω, αλλά κάτω από την σκέπη του Χριστού, ελ­πίζω να μείνω μέχρι τέλους χήρα. 

Εκείνος εθαύμασε την σύνεση και την σωφροσύ­νη της και γεμάτος κατάνυξη της είπε: 

-Επειδή ό Κύριος ευδόκησε να με επισκεφθή, για να με σώση με την δική σου φρόνηση, τί με συμ­βουλεύεις να κάνω από δω και πέρα; 

Εκείνη, που φοβόταν και τη νεότητα της και την ομορφιά της και νοιώθοντας το ενδεχόμενο, μήπως κάποια ώρα πάθει και αυτή τον ίδιο πειρασμό, του είπε με ειλικρίνεια Κάι τόλμη: 

-Νομίζω ότι κανέναν άλλον δεν αγαπάς περισσότερον από μένα, με τρόπον τίμιον και σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. 

-Αυτό είναι αλήθεια, της είπε εκείνος. 

-Και εγώ σε αγαπώ αληθινά, στο όνομα του Θεού, του απάντησε η χήρα. Επειδή όμως ο Κύριος είπε ότι «Όποιος έρχεται σε μένα και δεν μισεί τον πα­τέρα του και την μητέρα και την γυναίκα και τα τέ­κνα και τα αδέρφια του, ακόμα και την ίδια την ζωή του δεν μπορεί να είναι μαθητής μου» (Λουκ. ιδ' 26), γι' αυτό ας απομακρυνθούμε ο ένας από τον άλλον, για να λογαριάση και σε σένα ο Κύριος ότι χάριν Ε­κείνου απαρνήθηκες την γυναίκα σου και σε μένα ε­πίσης να λογαριάση ότι απαρνήθηκα τον άνδρα, που αγαπώ. Να, στην χώρα μας υπάρχει Μοναστήρι ε­γκλείστων, στην Απάμεια. Αν αληθινά ποθής να σωθής, εκεί να κάνης την απάρνηση του κόσμου και θα ευαρεστήσης αληθινά τον Θεό. 

Εκείνος απαλλάχτηκε αμέσως από όλες τις δε­σμεύσεις, που είχε και έτρεξε στο Μοναστήρι, όπου έμεινε μέχρι την κοίμηση του. Έγινε άξιος Μοναχός, με καθαρό νου, βλέποντας τα πράγματα πνευματικά και σωστά και εξομολογήθηκε στο Γέροντα του όλη αυτήν την ιστορία, για το πώς νίκησε το πάθος του».


ΑΠΕΡΙΓΡΑΠΤΗ Η ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Αν γνωρίζαμε όλοι πόσο μεγάλη, πόσον άμεση και πόσον αποτελεσματική είναι η βοήθεια της Πα­ναγίας μας, θα την παρακαλούσαμε καθημερινά, για να μας βοηθήση και να μεσιτεύση για την σωτηρία μας. Γι' αυτό και ο λαός μας την αγαπά ειλικρινά και την επικαλείται και λέγει συχνά την «Παράκλη­ση» της (λέγεται «Κανών Ικετήριος εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον» και είναι σε δυο μορφές, τον «Μι­κρόν» (σύντομον) και «Μέγα Κανόνα», που βάλλο­νται εναλλάξ κατά τις ήμερες του Δεκαπενταύγου­στου, «ως και εις πάσαν δύσκολον περίστασιν του πιστού») και της έχει κτίσει αμέτρητους ναούς και της έχει δώσει μυριάδες τιμητικές προσωνυμίες και την αγαπά ως αληθινή Μητέρα όλων των Χριστιανών. 

Την αγάπη και τον σεβασμό προς την Υπεραγίαν Θεοτόκον μας την διδάσκουν όλοι οι Άγιοι Πα­τέρες, διότι είναι «Η μετά Θεόν Θεός» και έχει τα «Δευτερεία» της Θεότητας, δηλονότι μια τέτοια τιμή, που μόνον ο Χριστός μπορούσε να δώση στο ανθρώπινον γένος. Μια πολύ αποκαλυπτική καί χαρακτη­ριστική περίπτωση για την ακαταγώνιστη και απερί­γραπτη βοήθεια της Παναγίας, διηγήθηκε ο Αββάς Παύλος ο απλός, σε μια συγκέντρωση Μοναχών, για κάποιον μαθητή του, πού αμάρτησε: 

-«Είχα έναν μαθητή, αφηγείται ο ίδιος ο Γέροντας Παύλος ο απλός, πού έπεφτε σε διάφορες αμαρ­τίες, χωρίς να το ξέρω, γιατί δεν τις απεκάλυπτε ό­ταν έκανε την εξομολόγηση του. Κάποια μέρα ήρθε το τέλος του και εγώ λυπήθηκα πολύ, διότι δεν ήξε­ρα εάν σώθηκε ή όχι. Άρχισα λοιπόν να προσεύχο­μαι πολύ στο Θεό και παρακαλούσα και την Κυρίαν Θεοτόκον, να μου φανέρωση ανάμεσα σε ποιους βρί­σκεται ή ψυχή του, μετά την έξοδο της από το σώμα. 

Επέμενα στην προσευχή αυτή με υπομονή, για αρκετές ήμερες. Κάποια από τις μέρες αυτές, που προσευχόμουνα για τον μαθητή μου, ήρθα σε έκστα­ση και είδα τον μαθητή μου να τον βαστούν δύο ά­γνωστοι. Εκείνος δεν είχε καμμιά ζωντάνια, καμμιά ενέργεια ψυχική ή σωματική και δεν μιλούσε καθό­λου. Έμοιαζε σαν απολιθωμένος. Εγώ ήμουν σε με­γάλη αγωνία. Ξαφνικά, σαν να μου ήλθε μια θεϊκή έ­μπνευση, θυμήθηκα τον λόγον του Κυρίου: «Αυτόν, πού δεν έχει ένδυμα γάμου να του δέσετε τα χέρια και τα πόδια και να τον ρίξετε στο βαθύ σκοτάδι, ε­κεί θα είναι ο θρήνος και το τρίξιμο των δοντιών». (Ματθ. κβ' 11-13). Και με το δέσιμο των χεριών και των ποδιών δεν υπαινίσσεται τίποτε άλλο, παρά το ότι σβήνει και μένει ανενέργητη κάθε σκέψη και διά­θεση πονηρή, που δεν ήταν σύμφωνη με το θέλημα του Θεού σε αυτή τη ζωή. 

Όταν συνήλθα από την έκσταση αυτή, άρχισα να λυπάμαι πολύ και να αγωνιώ για τον μαθητή μου. Έ­κανα, όσον μπορούσα, ελεημοσύνες και Θειες Λει­τουργίες για την ψυχή του. Παρακαλούσα και την Υ-περαγία Θεοτόκο να ελεηθή. Παρακαλούσα βεβαίως και τον φιλάνθρωπο Θεό γι' αυτόν, για να σωθή η ψυχή του, ή τουλάχιστον να βελτιωθή η κατάσταση στην οποία βρισκότανε. Επίσης άρχιζα να κοπιάζω στην άσκηση και να κάνω ξηροφαγία, ενώ είχα φτά­σει σε βαθειά γεράματα. 

Ύστερα από μερικές ημέρες βλέπω την Παναγία Θεοτόκο να μου λέγει: «Γιατί λυπάσαι και έχεις τόση αγωνία, παπούλη;». Κι εγώ της αποκρίθηκα: «Για τον αδελφό, Δέσποινα μου, γιατί τον είδα σε κακή κατάσταση». Τότε εκείνη μου είπε: «Εσύ δεν παρα­κάλεσες, επειδή ήθελες να τον δής, σε ποια κατάστα­ση είναι; Να, λοιπόν, που πήρες την πληροφορία, που ήθελες». Και εγώ ξαναείπα παρακλητικά: «Ναι, σε ικετεύω, Παναγία μου. Εγώ παρακάλεσα γι' αυτό, αλλά δεν ήθελα να τον δω σε τέτοια κατάσταση. Για­τί, σε τί μου χρειάζεται να τον δω και να κλαίω και να λυπάμαι και να πονώ;». Και τότε η Υπερευλογημένη Θεοτόκος μου είπε: «Πήγαινε. Για την ταπείνω­ση και τον μόχθο και την αγάπη σου, εγώ θα σου τον δείξω έτσι, πού να μη λυπάσαι». 

Την άλλην ήμερα, αδελφοί και πατέρες, ξαναείδα τον μαθητή μου να έρχεται προς το μέρος μου, πολύ χαρούμενος, να περιπατή μόνος του και να γελά, σαν μικρό παιδί. Και όταν με πλησίασε μου είπε: «Πάτερ μου, οι παρακλήσεις σου έκαμψαν την Παναγίαν Θε­οτόκον, διότι πολύ σε αγαπά. Εκείνη παρεκάλεσε τον Σωτήρα Χριστόν, να λυθώ από τα δεσμά, γιατί ή­μουν περισφιγμένος από τα σχοινιά των αμαρτημά­των μου». 

Με αυτά τα λόγια του μαθητή μου, εγώ γέμισα χαρά. Τότε ξανάδα την Παναγία Θεοτόκο και μου λέγει: «Γέροντα, πήρες την πληροφορία, που ήθελες, έστω και τώρα; Και απάντησα: «Ναι, Δέσποινα μου, και πολύ εχάρηκα, που τον είδα να βρίσκεται σε άνε­τη κατάσταση. Τότε η Παναγία μου ξαναμίλησε και μου είπε: «Πήγαινε, λοιπόν, και να θυμάσαι τον αδελφό σου αυτό, με τις προσευχές, τις ελεημοσύνες και τις Θειες Λειτουργίες. Γιατί πολύ-πολύ βοηθά τους νε­κρούς η ελεημοσύνη και η ίδια η Θεία Λειτουργία». 

Όσοι άκουσαν την διήγηση αυτή και είδαν πό­σον άμεση και πόσον μεγάλη είναι ή βοήθεια της Θε­οτόκου στους πιστούς, που την επικαλούνται, άρχι­σαν να συζητούν θαυμαστά για την Παναγία και την αγάπη της για τους Χριστιανούς. Επίσης αναφέρθη­καν και στην μεγάλη βοήθεια και την παρηγοριά των ψυχών, που βρίσκονται στην πέραν του τάφου ζωήν, όταν προσευχόμαστε γι' αυτές και κάνουμε ελεημο­σύνες και Θειες Λειτουργίες υπέρ αυτών. Αυτή είναι και η διδασκαλία της Εκκλησίας μας, αλλά έχει με­γάλη σημασία το γεγονός ότι το αποκαλύπτει και το επιβεβαιώνει η Υπεραγία Θεοτόκος προς τον άγιον Αββά Παύλον τον απλόν, με τρόπον σαφέστατον. Ε­παναλαμβάνουμε τα λόγια της, για να τα έχουμε κι ε­μείς ως οδηγόν και να τα τηρούμε, όσον περισσότερον μπορούμε «υπέρ αναπαύσεως των ψυχών» των ανθρώπων, πού έφυγαν από αυτήν την ζωήν; 

-«Να θυμάσαι τον αδελφόν αυτόν (και κάθε ψυ­χή, που αγαπά κανείς και μετά την αναχώρηση της από αυτόν τον κόσμον), με τις προσευχές, τις ελεημο­σύνες και τις Θείες Λειτουργίες. Γιατί, πολύ- πολύ βοηθά τους νεκρούς η ελεημοσύνη και η ίδια η Θεία Λειτουργία».


Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΧΙΖΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΥΣΙΑ

Όλοι ξέρουμε την πραγματική ιστορία για το δίλεπτον της φτωχής εκείνης χήρας, που έρριξε στο γαζοφυλάκιον (παγκάρι) του ναού μόνον δύο λεπτά, γιατί δεν είχε περισσότερα. Και ο Χριστός, που πα­ρακολουθούσε τις εισφορές των πιστών υπέρ της εκ­κλησίας του Θεού, είδε την μικρή εισφορά της χήρας και την επαίνεσε λέγοντας ότι «αύτη πλείον πάντων έβαλεν». Γιατί; Διότι «άπαντες γαρ ούτοι εκ του πε­ρισσεύοντος αυτοίς έβαλον εις τα δώρα του Θεού, αυτή δε εκ του υστερήματος αυτής άπαντα τον βίον ον είχεν έβαλε» (Λουκ. κα' 3-4). 

Το ίδιο κάνουν πολλοί, που προσφέρουν από το περίσσευμα τους, χωρίς να αισθάνονται οι ίδιοι καμμιά υστέρηση και δυσκολία και νομίζουν ότι πράτ­τουν σπουδαίον έργον αγάπης. Βεβαίως καλά πράτ­τουν και δίνουν, έστω και από το περίσσευμά τους, διότι όλη αυτή η γήινη πορεία του αληθινού Χρι­στιανού, είναι μια πράξη συνεχούς αγάπης και προ­σφοράς προς τον Θεόν και τους ανθρώπους. Μακά­ριος όμως είναι εκείνος, που προσφέρει από το υστέ­ρημα του και νοιώθει την δυσκολία της υστερήσεως, διότι αυτή είναι η αληθινή αγάπη, η πραγματική προσφορά, που σημαίνει κόπο και θυσία, σημαίνει να στερούμαι και να υποφέρω λίγο, για να δώσω κά­τι από τον εαυτό μου και την ζωή μου χάριν του Θεού, όπως λ.χ. μια νηστεία, μια αγρυπνία, μια προσευχή, μια φιλανθρωπία και χάριν των ανθρώπων, που είναι οι εικόνες του Θεού και όποιος διακονεί τους άλλους ανθρώπους, λογίζεται ως θυσία και διακονία του ίδιου του Θεού: «Αμήν λέγω υμίν, εφ' όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (Ματθ. κε'40). 

Μια τέτοια αποκαλυπτική περίπτωση προσφοράς αγάπης προς τον Θεόν, βρίσκουμε και στη γειτονιά των ταπεινών της ασκητικής ζωής και αξίζει να την δούμε και να την κάνουμε κανόνα της ζωής μας, εάν θέλουμε να ζούμε κατά Χριστόν. Την ιστορία αυτή την αναφέρει το ευλογημένον «Γεροντικόν», όπου κάνει λόγον για τον Αββά Ρωμαίο, που «είχε την ευωδία του Αγίου Πνεύματος». Ιδού το περιστατικόν αυτό: 

-«Είχε πάει κάποτε σε Σκήτη ένας Μοναχός Ρωμαίος, που είχε πρώτα μεγάλη θέση στο παλάτι του βασιλέως και εγκατέλειψε τον πλούτο και τις δόξες και την καλοπέραση, για να εγκαταβιώση κοντά στην εκκλησία της Σκήτης και να μη χάνη καμμιά λα­τρευτική σύναξη. Είχε μαζί του και ένα δούλο για να τον υπηρέτη. Βλέποντας ο Ηγούμενος την αδυναμία και την μεγάλη ευαισθησία του Μονάχου αυτού, που ήταν μεγαλωμένος στην αυλή του αυτοκράτορα και αφού έμαθε ότι περνούσε σχεδόν σαν βασιλιάς, ως α­νώτερος αυλικός και έβλεπε τον ζήλον του για την α­σκητική ζωή και τη θεία λατρεία, επέτρεπε στον δούλο να τον υπηρέτη. Έτσι έζησε ο Ρωμαίος αυτός Μο­ναχός είκοσι πέντε χρόνια στην Σκήτη και προχώρη­σε πνευματικά, ώστε να αποκτήση το διορατικόν χά­ρισμα και να αποκτήση μεγάλη φήμη. 

Ένας από τους μεγάλους ασκητές της Αιγύπτου, όταν έμαθε την καλή φήμη του Ρωμαίου Μοναχού, ήλθε στην Σκήτη να τον δη και να τον γνωρίση, περιμένοντας βεβαίως να βρή σ' αυτόν περισσότερη σω­ματική άσκηση. Φανταζόταν ότι θα συνάντηση ένα σκελετωμένο ασκητή, μια απόκοσμη μορφή και θα εί­χε το φωτοστέφανο του αγίου. Μπαίνοντας λοιπόν τον ασπάστηκε, προσευχήθηκαν και υστέρα κάθησαν να μιλήσουν. Πρόσεξε ο Αιγύπτιος επισκέπτης τον Ρωμαίο Μοναχό να φορά μαλακά ρούχα και να έχει χράμι και προβιά από κάτω του και ένα μικρό μαξι­λάρι στο κάθισμα του. Είδε ακόμα ότι τα πόδια του ήταν καθαρά και φορούσε σανδάλια. Όταν τα διεπίστωσε όλα αυτά ο Αιγύπτιος σκανδαλίστηκε, γιατί στην περιοχή της Σκήτης δεν ήταν αυτός ο κανονικός τρόπος ζωής, αλλά πιο αυστηρός και πιο σκληραγω­γημένος. Ο διορατικός Ρωμαίος Μοναχός κατάλαβε ότι ο επισκέπτης του σκανδαλίστηκε με αυτά, που εί­δε. Φώναξε λοιπόν τον υπηρέτη του και του είπε: 

-Κάνε μας εορτή για χάρη του Αββά, σήμερα. 

Βρήκε λοιπόν ο υπηρέτης λίγα χορταρικά και τα έβρασε. Και όταν ήλθε η ώρα σηκώθηκαν και έφα­γαν. Είχε και λίγο κρασί, εξ αιτίας της αδύνατης κράσης του ο Ρωμαίος Ασκητής και ήπιαν και οι δυο από ένα ποτήρι. Όταν βράδιασε, είπαν τους δώδεκα Ψαλμούς και κοιμήθηκαν. Το ίδιο κάνανε και την νύ­χτα (Μεσονυκτικόν). Το πρωί, που ξυπνήσανε ο Αι­γύπτιος Γέροντας του είπε: 

-Την ευχή σου, πάτερ μου. 

Έτσι, έφυγε ο Αιγύπτιος χωρίς να ωφεληθή πνευματικά, όπως ήλπιζε. Δεν είχε απομακρυνθή πο­λύ, και ο Ρωμαίος Ασκητής, που κατάλαβε τι έγινε και θέλοντας να τον ωφελήση, έστειλε τον δούλο του και τον κάλεσε να επιστρέψη. Με χαρά εκείνος ξανα­γύρισε και ό Γέροντας τον δέχτηκε καλοσυνάτα και τον ρώτησε: 

-Από ποια χώρα είσαι; 

-Από την Αίγυπτο, του αποκρίθηκε. 

-Και από ποια πόλη της Αιγύπτου; 

-Εγώ δεν είμαι από πόλη, σε χωριό εζούσα. 

-Ποια ήταν η δουλειά σου στο χωριό; 

-Έκανα τον αγροφύλακα. 

-Και που κοιμόσουν; ξαναρώτησε ο Ρωμαίος Αββάς. 

-Στα χωράφια, όπου γύριζα. 

-Εκεί είχες στρώμα να πλαγιάσης και σκεπάσμα­τα; 

-Πού να βρω στρώμα και σκεπάσματα, μέσα στα χωράφια; 

-Τότε, πώς κοιμόσουνα; 

-Κατάχαμα, πάνω στο χώμα. 

-Και τί έτρωγες στα χωράφια και τί κρασί έπι­νες; 

-Μα υπάρχει φαγητό και πιοτό στα χωράφια; 

-Τότε πώς ζούσες, κάνοντας τον αγροφύλακα; 

-Έτρωγα ξερό ψωμί και αν έβρισκα, λίγο παστό κρέας και νερό ήταν το πιοτό μου. Έτσι ζούσα τα χρόνια εκείνα, πού ήμουνα αγροφύλακας. 



-Μεγάλο βάσανο μια τέτοια ζωή, είπε ο Ρωμαίος Μοναχός αναστενάζοντας. Για πες μου όμως, υπάρ­χουν και λουτρά στο χωριό σου, για να πλένεσθε;

-Όχι. Πλενόμαστε στο ποτάμι, όταν θέλουμε.

Αφού λοιπόν ο Γέροντας τον έκανε να φανέρω­ση όλα αυτά, που είπε ο Αιγύπτιος και έμαθε όλη την ταλαιπωρία της αλλοτινής ζωής του, θέλοντας να τον ωφελήση, του διηγήθηκε τον δικό του πρότερον βίο, μέσα στον κόσμο, λέγοντας:

-Εγώ ο ταπεινός Μοναχός, όπου βλέπεις εδώ, είμαι από την μεγάλη πόλη, την Ρώμη, την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας των Ρωμαίων, και είχα μεγάλο αξίωμα στο παλάτι του βασιλέως.

Μόλις άκουσε αυτά τα λόγια ο Αιγύπτιος Γέρο­ντας κατανύχθηκε αμέσως και άκουγε με πολλή προ­σοχή την συνέχεια της κουβέντας αυτής. Και ο Ρω­μαίος Αββάς, που κατάλαβε την ψυχική αλλαγή του Αιγυπτίου, είπε:

-Παράτησα λοιπόν την μεγάλη πόλη της Ρώμης και ήλθα σ’ αυτήν την έρημο. Και πάλι, εγώ όπου με βλέπεις τώρα εδώ, είχα σπίτια μεγάλα και χρήματα πολλά. Και καταφρονώντας τα όλα, ήλθα και κλεί­στηκα μέσα σε τούτο το μικρό κελλί. Πάλι, εγώ όπου με βλέπεις, είχα κρεββάτια ολόχρυσα, με ακριβά στρώματα. Και αντί γι' αυτά όλα, μου έδωσε ο Θεός αυτό το χράμι από μαλλί και αυτήν την προβιά. Πά­λι, τα ρούχα μου ήταν πολύ ακριβά και αντί για εκείνα, φορώ τα φτηνά αυτά ιμάτια. Πάλι, στο τραπέζι μου, πολύ χρυσάφι δαπανούσα. Και αντί γι' αυτά, που είχα στο τραπέζι μου, ο Θεός μου έδωσε αυτά τα λιγοστά χόρτα και αυτό το μικρό ποτήρι κρασί. Και με υπηρετούσαν πολλοί δούλοι. Και να, αντί για ε­κείνους, ο Θεός επέτρεψε να με υπηρέτη τούτος ο α­δελφός, που με φροντίζει. Και αντί να πηγαίνω σε λουτρό, χύνω λίγο νερό στα πόδια μου και φορώ τα σανδάλια εξ αιτίας της αδύνατης κράσης μου. Πάλι, αντί να ακούω μουσικούς και κιθάρες, λέγω τους δώ­δεκα Ψαλμούς. Όμοια και κατά τα μεσάνυχτα, αντί για τις αμαρτίες, που έκανα, τώρα με ειρήνη κάνω την μικρή μου προσευχή. Σε παρακαλώ, λοιπόν, Γέ­ροντα, μη σκανδαλισθής από την αδυναμία μου. 

Ακούγοντας αυτά ό Αιγύπτιος, συνήλθε καί είπε: 

-Αλλοίμονό μου, όπου από πολλή ταλαιπωρία στον κόσμο ήλθα σε ανάπαυση και όσα δεν είχα τότε τα έχω τώρα. Ενώ εσύ, από πολλή ανάπαυση ήλθες σε ταλαιπωρία και από πολλή δόξα και πλούτο ήλ­θες σε ταπείνωση και φτώχεια. 

Έφυγε πολύ ωφελημένος πνευματικά και έγινε φίλος του και πήγαινε συχνά σ' αυτόν για να ωφελεί­ται. Γιατί ήταν άνθρωπος με το διακριτικό χάρισμα και απέπνεε την ευωδία του Αγίου Πνεύματος, κα­θώς αναφέρει και το "Γεροντικόν". Αυτή είναι η α­ληθινή αγάπη, να θυσιάζης κάτι από τον εαυτόν σου και ή θυσία αυτή να είναι αισθητή σε σένα, γιατί η α­γάπη, πρέπει να επιβεβαιώνεται με τις θυσίες, που κάνει ο καθένας για χάριν του Θεού και χάριν των ανθρώπων.

τέλος σχολίων

ΠΕΘ