Σελίδα 1 από 10
"Η Γειτονιά των Ταπεινών", του Π. Μ. Σωτήρχου
Ευρετήριο Άρθρου
ΟΛΑ ΔΙΚΑΙΩΣ ΓΙΝΟΝΤΑΙ
Πολλά γίνονται στον κόσμο αυτό και οι άνθρωποι δεν ξέρουν ούτε το πώς ούτε το γιατί και απορούν και πολλές φορές κάνουν άδικες κρίσεις. Γίνονται πολλά δίκαια ή άδικα, κατά την ανθρώπινη λογική και συχνά είναι το ερώτημα: Γιατί να γίνη αυτό και γιατί να γίνη το άλλο, που κατά την κοινή λογική δεν έπρεπε να γίνουν. Παρόμοιες απορίες είχε και ένας πιστός και ενάρετος, αλλά και απλός Ασκητής, όπως αναφέρεται στο «Γεροντικόν», και δεν μπορούσε να καταλάβη πολλές από τις κρίσεις και τις αποφάσεις του Θεού. Έπεφτε λοιπόν στα γόνατα και παρακαλούσε με δάκρυα, να του φανέρωση ό Θεός γιατί γίνονται όλα αυτά τα δυσεξήγητα και ακατανόητα και μυστήρια πράγματα στον κόσμο αυτό. Ο Κύριος όμως δεν φανέρωνε την αλήθεια των αποφάσεων του στον απλό αυτόν Αναχωρητή, πού συνέχιζε να παρακαλή καθημερινώς για το θέμα αυτό.
Κάποτε ο Θεός λυπήθηκε τον καλόν αυτόν Αββά και του έβαλε στην καρδιά του την επιθυμία να συνάντηση έναν άλλον ονομαστό ασκητή και φίλο του, πού είχε το κελλί του πολύ μακρυά, τρεις μέρες δρόμο. Έτσι την άλλη ήμερα έκανε τον σταυρό του, επικαλέσθηκε την βοήθεια του Θεού και ξεκίνησε για το τριήμερο ταξίδι του. Όταν ξεκίνησε ο Αββάς την πεζοπορία του, έστειλε ο Θεός έναν Άγγελο, πού είχε την μορφή νέου Μονάχου και αφού συνάντησε τον Αββά, του έβαλε μετάνοια και του είπε ότι πηγαίνει να επισκεφθή τον φίλον του Αββά, πού τον έλεγαν Θεόγνωστον.
-Και εγώ προς τον Θεόγνωστον πηγαίνω, είπε ο Γέροντας.
-Τότε να πάμε μαζί, πρότεινε ο Άγγελος και ο Αββάς το δέχτηκε.
Μιλούσαν τα περί σωτηρίας και ασκήσεως και προχωρούσαν ως το βράδυ, οπού βρέθηκαν σε κάποιο χωριό και εκεί φιλοξενήθηκαν στο σπίτι ενός κάλου Χριστιανού. Εκεί ο Χριστιανός τους έφερε τα κεράσματα μέσα σε ένα μεγάλο ασημένιο δίσκο. Το πρωί, που σηκώθηκαν να φύγουν, πήρε ο Άγγελος κρυφά τον ασημένιο δίσκο, τον πέταξε στον αέρα κι ο δίσκος χάθηκε. Ο Γέροντας λυπήθηκε με αυτό, που είδε αλλά δεν είπε τίποτε.
Συνέχισαν τον δρόμο τους και τη δεύτερη μέρα, οπού έφθασαν το βράδυ σε κάποιο άλλο χωριό και βρήκαν φιλοξενία στο σπίτι ενός ευλαβούς άνθρωπου, πού είχε ένα μονάκριβο γιο και τον έφερε στους δυο επισκέπτες για να τον ευλογήσουν. Το άλλο πρωί όμως, πού ετοιμάζονταν να φύγουν, πήγε ο Άγγελος έπιασε το παιδί από τον λαιμό και το έπνιξε. Τρόμαξε ο Γέροντας όταν είδε το γεγονός, αλλά πάλι δεν είπε τίποτε. Συνέχισαν να πεζοπορούν μαζί και να μιλούν για τα πνευματικά και ασκητικά θέματα και όταν βρέθηκαν το βράδυ σε ένα μικρό χωριό, δεν προσφέρθηκε κανείς να τους φιλοξενήση. Έτσι έψαξαν και βρήκαν μιαν αυλή, οπού υπήρχε ένας μισογκρεμισμένος τοίχος. Κάθησαν εκεί για να περάσουν τη νύχτα τους, αλλά ο Άγγελος, πού ήταν μεταμορφωμένος σε Μοναχό, σηκώθηκε αμέσως και ξανάχτισε όλο τον τοίχο γερό και στέρεο από τα θεμέλια του, αντί να γείρη και αυτός και να κοιμηθή λίγο και να ξεκουραστή από την πεζοπορία της τρίτης ημέρας.
Τότε ο Γέροντας δεν κρατήθηκε άλλο και άρχισε να εξορκίζη τον νεαρό Μοναχό, πού ήταν Άγγελος του Θεού, να του πή ποιος είναι και γιατί τα κάνει όλα αυτά, από την πρώτη στιγμή, πού συναντηθήκανε. Το πέταγμα του δίσκου, το πνίξιμο του παιδιού και τώρα το χτίσιμο του τοίχου.
-Σε παρακαλώ, πες μου ποιος είσαι; Άγγελος του Θεού ή δαίμονας; είπε.
-Άκου, Γέροντα, όλη την αλήθεια, πού θα σου φανερώσω αμέσως. Ο πρώτος Χριστιανός, πού μας φιλοξένησε είναι δίκαιος και θεοφιλής. Ο ασημένιος δίσκος όμως, πού τον εξαφάνισα προέρχονταν από άδικη κληρονομιά και για να μη χάση τον μισθόν των καλών του έργων, με πρόσταξε ό Θεός να τον εξαφανίσω και η φιλοξενία του να είναι καθαρή και άδολη. Επίσης και ο δεύτερος, που μας εφιλοξένησε είναι ευλαβής και ενάρετος άνθρωπος, αλλά εάν ζούσε ο μοναχογιός του θα γινόταν όργανο του σατανά και θα έπραττε πολλά κακά. Γι' αυτό και ο Θεός όρισε να αποθάνη μικρός, ώστε και εκείνος να σωθή και η ψυχή του πατρός του να μη μολυνθή και να μη κακοπάθη.
-Καλώς έπραξες, αφού ενεργούσες κατ' έντολήν του Θεού, είπε ο Γέροντας. Για τούτο τον τοίχο όμως, οπού έφτιαξες τι έχεις να πής;
-Μάθε, πάτερ, και γι' αυτό το θέμα, ότι ο νοικοκύρης αυτής της αυλής είναι κακός άνθρωπος και κακούργος και θα έβλαπτε πολλούς αν δεν τον εμπόδιζε η φτώχεια του. Ο παππούς αυτού του ανθρώπου, όταν έχτισε αυτό τον τοίχο, έκρυψε μέσα στα θεμέλιά του πολλά χρήματα και αν άφηνα να πέση τελείως θα έβρισκε τα χρήματα αυτός ο κακούργος κληρονόμος και θα πραγματοποιούσε με αυτά τα ολέθρια έργα του. Γι’ αυτό με επρόσταξε ο Θεός να στερεώσω καλά τον τοίχο αυτό, ώστε να μη βρή τα χρήματα ο κακός αυτός ιδιοκτήτης και να μη βλάψη αυτούς, πού ήθελε να κακοποίηση με αυτά. Τα αφήνει λοιπόν εκεί ό Θεός για να τα βρή αργότερα κάποιος καλός άνθρωπος και να τα χρησιμοποίηση σε καλά έργα. Αυτές είναι μερικές από τις ανεξήγητες κρίσεις του Θεού, πού ήθελες να μάθης.
-Ευλογημένον και υπερδεδοξασμένον να είναι το όνομα του Κυρίου, είπε ταπεινά ο Γέροντας και έκανε τον σταυρό του.
-Πήγαινε λοιπόν, πάτερ, στο κελλί σου και μη σε μέλλει για τα πράγματα του κόσμου, πώς και γιατί γίνονται όλα, συνέχισε ο Άγγελος. Άβυσσος μεγάλη είναι τα κρίματα του Θεού, καθώς είπε ο προφήτης, και ανεξιχνίαστοι και ακατανόητοι οι δρόμοι του Κυρίου, και δεν μπορεί κατ' ακρίβειαν ο άνθρωπος να γνωρίση τα πάντα. Πίστευε, πάτερ, ότι ο Θεός είναι δίκαιος και δεν κάνει καμμιά αδικία και όσα αφήνει να γίνονται, όλα δικαίως γίνονται!
Τότε κατάλαβε καλά ο Γέροντας τα ανεξήγητα και ανερμήνευτα της ζωής αυτής και αφού εδόξασε πάλι τον Θεό, έκανε τον σταυρόν του τρεις φορές με σκυμμένο κεφάλι. Κι όταν σήκωσε το βλέμμα του ό Άγγελος είχε εξαφανιστεί. Ξανάκανε κατανυγμένος τον σταυρό του και επέστρεψε στο κελλί του δοξάζοντας τον Υπερένδοξον Κύριον για το άπειρο έλεός του για όλους τους ανθρώπους. Γιατί με αυτό το έλεος σώζεται κάθε άνθρωπος.
Κάποτε ο Θεός λυπήθηκε τον καλόν αυτόν Αββά και του έβαλε στην καρδιά του την επιθυμία να συνάντηση έναν άλλον ονομαστό ασκητή και φίλο του, πού είχε το κελλί του πολύ μακρυά, τρεις μέρες δρόμο. Έτσι την άλλη ήμερα έκανε τον σταυρό του, επικαλέσθηκε την βοήθεια του Θεού και ξεκίνησε για το τριήμερο ταξίδι του. Όταν ξεκίνησε ο Αββάς την πεζοπορία του, έστειλε ο Θεός έναν Άγγελο, πού είχε την μορφή νέου Μονάχου και αφού συνάντησε τον Αββά, του έβαλε μετάνοια και του είπε ότι πηγαίνει να επισκεφθή τον φίλον του Αββά, πού τον έλεγαν Θεόγνωστον.
-Και εγώ προς τον Θεόγνωστον πηγαίνω, είπε ο Γέροντας.
-Τότε να πάμε μαζί, πρότεινε ο Άγγελος και ο Αββάς το δέχτηκε.
Μιλούσαν τα περί σωτηρίας και ασκήσεως και προχωρούσαν ως το βράδυ, οπού βρέθηκαν σε κάποιο χωριό και εκεί φιλοξενήθηκαν στο σπίτι ενός κάλου Χριστιανού. Εκεί ο Χριστιανός τους έφερε τα κεράσματα μέσα σε ένα μεγάλο ασημένιο δίσκο. Το πρωί, που σηκώθηκαν να φύγουν, πήρε ο Άγγελος κρυφά τον ασημένιο δίσκο, τον πέταξε στον αέρα κι ο δίσκος χάθηκε. Ο Γέροντας λυπήθηκε με αυτό, που είδε αλλά δεν είπε τίποτε.
Συνέχισαν τον δρόμο τους και τη δεύτερη μέρα, οπού έφθασαν το βράδυ σε κάποιο άλλο χωριό και βρήκαν φιλοξενία στο σπίτι ενός ευλαβούς άνθρωπου, πού είχε ένα μονάκριβο γιο και τον έφερε στους δυο επισκέπτες για να τον ευλογήσουν. Το άλλο πρωί όμως, πού ετοιμάζονταν να φύγουν, πήγε ο Άγγελος έπιασε το παιδί από τον λαιμό και το έπνιξε. Τρόμαξε ο Γέροντας όταν είδε το γεγονός, αλλά πάλι δεν είπε τίποτε. Συνέχισαν να πεζοπορούν μαζί και να μιλούν για τα πνευματικά και ασκητικά θέματα και όταν βρέθηκαν το βράδυ σε ένα μικρό χωριό, δεν προσφέρθηκε κανείς να τους φιλοξενήση. Έτσι έψαξαν και βρήκαν μιαν αυλή, οπού υπήρχε ένας μισογκρεμισμένος τοίχος. Κάθησαν εκεί για να περάσουν τη νύχτα τους, αλλά ο Άγγελος, πού ήταν μεταμορφωμένος σε Μοναχό, σηκώθηκε αμέσως και ξανάχτισε όλο τον τοίχο γερό και στέρεο από τα θεμέλια του, αντί να γείρη και αυτός και να κοιμηθή λίγο και να ξεκουραστή από την πεζοπορία της τρίτης ημέρας.
Τότε ο Γέροντας δεν κρατήθηκε άλλο και άρχισε να εξορκίζη τον νεαρό Μοναχό, πού ήταν Άγγελος του Θεού, να του πή ποιος είναι και γιατί τα κάνει όλα αυτά, από την πρώτη στιγμή, πού συναντηθήκανε. Το πέταγμα του δίσκου, το πνίξιμο του παιδιού και τώρα το χτίσιμο του τοίχου.
-Σε παρακαλώ, πες μου ποιος είσαι; Άγγελος του Θεού ή δαίμονας; είπε.
-Άκου, Γέροντα, όλη την αλήθεια, πού θα σου φανερώσω αμέσως. Ο πρώτος Χριστιανός, πού μας φιλοξένησε είναι δίκαιος και θεοφιλής. Ο ασημένιος δίσκος όμως, πού τον εξαφάνισα προέρχονταν από άδικη κληρονομιά και για να μη χάση τον μισθόν των καλών του έργων, με πρόσταξε ό Θεός να τον εξαφανίσω και η φιλοξενία του να είναι καθαρή και άδολη. Επίσης και ο δεύτερος, που μας εφιλοξένησε είναι ευλαβής και ενάρετος άνθρωπος, αλλά εάν ζούσε ο μοναχογιός του θα γινόταν όργανο του σατανά και θα έπραττε πολλά κακά. Γι' αυτό και ο Θεός όρισε να αποθάνη μικρός, ώστε και εκείνος να σωθή και η ψυχή του πατρός του να μη μολυνθή και να μη κακοπάθη.
-Καλώς έπραξες, αφού ενεργούσες κατ' έντολήν του Θεού, είπε ο Γέροντας. Για τούτο τον τοίχο όμως, οπού έφτιαξες τι έχεις να πής;
-Μάθε, πάτερ, και γι' αυτό το θέμα, ότι ο νοικοκύρης αυτής της αυλής είναι κακός άνθρωπος και κακούργος και θα έβλαπτε πολλούς αν δεν τον εμπόδιζε η φτώχεια του. Ο παππούς αυτού του ανθρώπου, όταν έχτισε αυτό τον τοίχο, έκρυψε μέσα στα θεμέλιά του πολλά χρήματα και αν άφηνα να πέση τελείως θα έβρισκε τα χρήματα αυτός ο κακούργος κληρονόμος και θα πραγματοποιούσε με αυτά τα ολέθρια έργα του. Γι’ αυτό με επρόσταξε ο Θεός να στερεώσω καλά τον τοίχο αυτό, ώστε να μη βρή τα χρήματα ο κακός αυτός ιδιοκτήτης και να μη βλάψη αυτούς, πού ήθελε να κακοποίηση με αυτά. Τα αφήνει λοιπόν εκεί ό Θεός για να τα βρή αργότερα κάποιος καλός άνθρωπος και να τα χρησιμοποίηση σε καλά έργα. Αυτές είναι μερικές από τις ανεξήγητες κρίσεις του Θεού, πού ήθελες να μάθης.
-Ευλογημένον και υπερδεδοξασμένον να είναι το όνομα του Κυρίου, είπε ταπεινά ο Γέροντας και έκανε τον σταυρό του.
-Πήγαινε λοιπόν, πάτερ, στο κελλί σου και μη σε μέλλει για τα πράγματα του κόσμου, πώς και γιατί γίνονται όλα, συνέχισε ο Άγγελος. Άβυσσος μεγάλη είναι τα κρίματα του Θεού, καθώς είπε ο προφήτης, και ανεξιχνίαστοι και ακατανόητοι οι δρόμοι του Κυρίου, και δεν μπορεί κατ' ακρίβειαν ο άνθρωπος να γνωρίση τα πάντα. Πίστευε, πάτερ, ότι ο Θεός είναι δίκαιος και δεν κάνει καμμιά αδικία και όσα αφήνει να γίνονται, όλα δικαίως γίνονται!
Τότε κατάλαβε καλά ο Γέροντας τα ανεξήγητα και ανερμήνευτα της ζωής αυτής και αφού εδόξασε πάλι τον Θεό, έκανε τον σταυρόν του τρεις φορές με σκυμμένο κεφάλι. Κι όταν σήκωσε το βλέμμα του ό Άγγελος είχε εξαφανιστεί. Ξανάκανε κατανυγμένος τον σταυρό του και επέστρεψε στο κελλί του δοξάζοντας τον Υπερένδοξον Κύριον για το άπειρο έλεός του για όλους τους ανθρώπους. Γιατί με αυτό το έλεος σώζεται κάθε άνθρωπος.
τέλος σχολίων