Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΧΙΖΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΥΣΙΑ
Όλοι ξέρουμε την πραγματική ιστορία για το δίλεπτον της φτωχής εκείνης χήρας, που έρριξε στο γαζοφυλάκιον (παγκάρι) του ναού μόνον δύο λεπτά, γιατί δεν είχε περισσότερα. Και ο Χριστός, που παρακολουθούσε τις εισφορές των πιστών υπέρ της εκκλησίας του Θεού, είδε την μικρή εισφορά της χήρας και την επαίνεσε λέγοντας ότι «αύτη πλείον πάντων έβαλεν». Γιατί; Διότι «άπαντες γαρ ούτοι εκ του περισσεύοντος αυτοίς έβαλον εις τα δώρα του Θεού, αυτή δε εκ του υστερήματος αυτής άπαντα τον βίον ον είχεν έβαλε» (Λουκ. κα' 3-4).
Το ίδιο κάνουν πολλοί, που προσφέρουν από το περίσσευμα τους, χωρίς να αισθάνονται οι ίδιοι καμμιά υστέρηση και δυσκολία και νομίζουν ότι πράττουν σπουδαίον έργον αγάπης. Βεβαίως καλά πράττουν και δίνουν, έστω και από το περίσσευμά τους, διότι όλη αυτή η γήινη πορεία του αληθινού Χριστιανού, είναι μια πράξη συνεχούς αγάπης και προσφοράς προς τον Θεόν και τους ανθρώπους. Μακάριος όμως είναι εκείνος, που προσφέρει από το υστέρημα του και νοιώθει την δυσκολία της υστερήσεως, διότι αυτή είναι η αληθινή αγάπη, η πραγματική προσφορά, που σημαίνει κόπο και θυσία, σημαίνει να στερούμαι και να υποφέρω λίγο, για να δώσω κάτι από τον εαυτό μου και την ζωή μου χάριν του Θεού, όπως λ.χ. μια νηστεία, μια αγρυπνία, μια προσευχή, μια φιλανθρωπία και χάριν των ανθρώπων, που είναι οι εικόνες του Θεού και όποιος διακονεί τους άλλους ανθρώπους, λογίζεται ως θυσία και διακονία του ίδιου του Θεού: «Αμήν λέγω υμίν, εφ' όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (Ματθ. κε'40).
Μια τέτοια αποκαλυπτική περίπτωση προσφοράς αγάπης προς τον Θεόν, βρίσκουμε και στη γειτονιά των ταπεινών της ασκητικής ζωής και αξίζει να την δούμε και να την κάνουμε κανόνα της ζωής μας, εάν θέλουμε να ζούμε κατά Χριστόν. Την ιστορία αυτή την αναφέρει το ευλογημένον «Γεροντικόν», όπου κάνει λόγον για τον Αββά Ρωμαίο, που «είχε την ευωδία του Αγίου Πνεύματος». Ιδού το περιστατικόν αυτό:
-«Είχε πάει κάποτε σε Σκήτη ένας Μοναχός Ρωμαίος, που είχε πρώτα μεγάλη θέση στο παλάτι του βασιλέως και εγκατέλειψε τον πλούτο και τις δόξες και την καλοπέραση, για να εγκαταβιώση κοντά στην εκκλησία της Σκήτης και να μη χάνη καμμιά λατρευτική σύναξη. Είχε μαζί του και ένα δούλο για να τον υπηρέτη. Βλέποντας ο Ηγούμενος την αδυναμία και την μεγάλη ευαισθησία του Μονάχου αυτού, που ήταν μεγαλωμένος στην αυλή του αυτοκράτορα και αφού έμαθε ότι περνούσε σχεδόν σαν βασιλιάς, ως ανώτερος αυλικός και έβλεπε τον ζήλον του για την ασκητική ζωή και τη θεία λατρεία, επέτρεπε στον δούλο να τον υπηρέτη. Έτσι έζησε ο Ρωμαίος αυτός Μοναχός είκοσι πέντε χρόνια στην Σκήτη και προχώρησε πνευματικά, ώστε να αποκτήση το διορατικόν χάρισμα και να αποκτήση μεγάλη φήμη.
Ένας από τους μεγάλους ασκητές της Αιγύπτου, όταν έμαθε την καλή φήμη του Ρωμαίου Μοναχού, ήλθε στην Σκήτη να τον δη και να τον γνωρίση, περιμένοντας βεβαίως να βρή σ' αυτόν περισσότερη σωματική άσκηση. Φανταζόταν ότι θα συνάντηση ένα σκελετωμένο ασκητή, μια απόκοσμη μορφή και θα είχε το φωτοστέφανο του αγίου. Μπαίνοντας λοιπόν τον ασπάστηκε, προσευχήθηκαν και υστέρα κάθησαν να μιλήσουν. Πρόσεξε ο Αιγύπτιος επισκέπτης τον Ρωμαίο Μοναχό να φορά μαλακά ρούχα και να έχει χράμι και προβιά από κάτω του και ένα μικρό μαξιλάρι στο κάθισμα του. Είδε ακόμα ότι τα πόδια του ήταν καθαρά και φορούσε σανδάλια. Όταν τα διεπίστωσε όλα αυτά ο Αιγύπτιος σκανδαλίστηκε, γιατί στην περιοχή της Σκήτης δεν ήταν αυτός ο κανονικός τρόπος ζωής, αλλά πιο αυστηρός και πιο σκληραγωγημένος. Ο διορατικός Ρωμαίος Μοναχός κατάλαβε ότι ο επισκέπτης του σκανδαλίστηκε με αυτά, που είδε. Φώναξε λοιπόν τον υπηρέτη του και του είπε:
-Κάνε μας εορτή για χάρη του Αββά, σήμερα.
Βρήκε λοιπόν ο υπηρέτης λίγα χορταρικά και τα έβρασε. Και όταν ήλθε η ώρα σηκώθηκαν και έφαγαν. Είχε και λίγο κρασί, εξ αιτίας της αδύνατης κράσης του ο Ρωμαίος Ασκητής και ήπιαν και οι δυο από ένα ποτήρι. Όταν βράδιασε, είπαν τους δώδεκα Ψαλμούς και κοιμήθηκαν. Το ίδιο κάνανε και την νύχτα (Μεσονυκτικόν). Το πρωί, που ξυπνήσανε ο Αιγύπτιος Γέροντας του είπε:
-Την ευχή σου, πάτερ μου.
Έτσι, έφυγε ο Αιγύπτιος χωρίς να ωφεληθή πνευματικά, όπως ήλπιζε. Δεν είχε απομακρυνθή πολύ, και ο Ρωμαίος Ασκητής, που κατάλαβε τι έγινε και θέλοντας να τον ωφελήση, έστειλε τον δούλο του και τον κάλεσε να επιστρέψη. Με χαρά εκείνος ξαναγύρισε και ό Γέροντας τον δέχτηκε καλοσυνάτα και τον ρώτησε:
-Από ποια χώρα είσαι;
-Από την Αίγυπτο, του αποκρίθηκε.
-Και από ποια πόλη της Αιγύπτου;
-Εγώ δεν είμαι από πόλη, σε χωριό εζούσα.
-Ποια ήταν η δουλειά σου στο χωριό;
-Έκανα τον αγροφύλακα.
-Και που κοιμόσουν; ξαναρώτησε ο Ρωμαίος Αββάς.
-Στα χωράφια, όπου γύριζα.
-Εκεί είχες στρώμα να πλαγιάσης και σκεπάσματα;
-Πού να βρω στρώμα και σκεπάσματα, μέσα στα χωράφια;
-Τότε, πώς κοιμόσουνα;
-Κατάχαμα, πάνω στο χώμα.
-Και τί έτρωγες στα χωράφια και τί κρασί έπινες;
-Μα υπάρχει φαγητό και πιοτό στα χωράφια;
-Τότε πώς ζούσες, κάνοντας τον αγροφύλακα;
-Έτρωγα ξερό ψωμί και αν έβρισκα, λίγο παστό κρέας και νερό ήταν το πιοτό μου. Έτσι ζούσα τα χρόνια εκείνα, πού ήμουνα αγροφύλακας.
-Μεγάλο βάσανο μια τέτοια ζωή, είπε ο Ρωμαίος Μοναχός αναστενάζοντας. Για πες μου όμως, υπάρχουν και λουτρά στο χωριό σου, για να πλένεσθε;
-Όχι. Πλενόμαστε στο ποτάμι, όταν θέλουμε.
Αφού λοιπόν ο Γέροντας τον έκανε να φανέρωση όλα αυτά, που είπε ο Αιγύπτιος και έμαθε όλη την ταλαιπωρία της αλλοτινής ζωής του, θέλοντας να τον ωφελήση, του διηγήθηκε τον δικό του πρότερον βίο, μέσα στον κόσμο, λέγοντας:
-Εγώ ο ταπεινός Μοναχός, όπου βλέπεις εδώ, είμαι από την μεγάλη πόλη, την Ρώμη, την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας των Ρωμαίων, και είχα μεγάλο αξίωμα στο παλάτι του βασιλέως.
Μόλις άκουσε αυτά τα λόγια ο Αιγύπτιος Γέροντας κατανύχθηκε αμέσως και άκουγε με πολλή προσοχή την συνέχεια της κουβέντας αυτής. Και ο Ρωμαίος Αββάς, που κατάλαβε την ψυχική αλλαγή του Αιγυπτίου, είπε:
-Παράτησα λοιπόν την μεγάλη πόλη της Ρώμης και ήλθα σ’ αυτήν την έρημο. Και πάλι, εγώ όπου με βλέπεις τώρα εδώ, είχα σπίτια μεγάλα και χρήματα πολλά. Και καταφρονώντας τα όλα, ήλθα και κλείστηκα μέσα σε τούτο το μικρό κελλί. Πάλι, εγώ όπου με βλέπεις, είχα κρεββάτια ολόχρυσα, με ακριβά στρώματα. Και αντί γι' αυτά όλα, μου έδωσε ο Θεός αυτό το χράμι από μαλλί και αυτήν την προβιά. Πάλι, τα ρούχα μου ήταν πολύ ακριβά και αντί για εκείνα, φορώ τα φτηνά αυτά ιμάτια. Πάλι, στο τραπέζι μου, πολύ χρυσάφι δαπανούσα. Και αντί γι' αυτά, που είχα στο τραπέζι μου, ο Θεός μου έδωσε αυτά τα λιγοστά χόρτα και αυτό το μικρό ποτήρι κρασί. Και με υπηρετούσαν πολλοί δούλοι. Και να, αντί για εκείνους, ο Θεός επέτρεψε να με υπηρέτη τούτος ο αδελφός, που με φροντίζει. Και αντί να πηγαίνω σε λουτρό, χύνω λίγο νερό στα πόδια μου και φορώ τα σανδάλια εξ αιτίας της αδύνατης κράσης μου. Πάλι, αντί να ακούω μουσικούς και κιθάρες, λέγω τους δώδεκα Ψαλμούς. Όμοια και κατά τα μεσάνυχτα, αντί για τις αμαρτίες, που έκανα, τώρα με ειρήνη κάνω την μικρή μου προσευχή. Σε παρακαλώ, λοιπόν, Γέροντα, μη σκανδαλισθής από την αδυναμία μου.
Ακούγοντας αυτά ό Αιγύπτιος, συνήλθε καί είπε:
-Αλλοίμονό μου, όπου από πολλή ταλαιπωρία στον κόσμο ήλθα σε ανάπαυση και όσα δεν είχα τότε τα έχω τώρα. Ενώ εσύ, από πολλή ανάπαυση ήλθες σε ταλαιπωρία και από πολλή δόξα και πλούτο ήλθες σε ταπείνωση και φτώχεια.
Έφυγε πολύ ωφελημένος πνευματικά και έγινε φίλος του και πήγαινε συχνά σ' αυτόν για να ωφελείται. Γιατί ήταν άνθρωπος με το διακριτικό χάρισμα και απέπνεε την ευωδία του Αγίου Πνεύματος, καθώς αναφέρει και το "Γεροντικόν". Αυτή είναι η αληθινή αγάπη, να θυσιάζης κάτι από τον εαυτόν σου και ή θυσία αυτή να είναι αισθητή σε σένα, γιατί η αγάπη, πρέπει να επιβεβαιώνεται με τις θυσίες, που κάνει ο καθένας για χάριν του Θεού και χάριν των ανθρώπων.
τέλος σχολίων