ΠΩΣ ΝΙΚΗΣΕ ΤΟ ΠΑΘΟΣ
Υπάρχουν πολλά πάθη, σαρκικά και ψυχικά, όπως και πολλοί τρόποι για την αντιμετώπιση και την κατανίκηση τους. Στην ιστορία, που ακολουθεί και την διηγείται αυτός, που την έζησε, ο Συμεών από την Απάμεια της Συρίας, που βρίσκεται στα νότια της μεγάλης πόλεως Αντιοχείας, θα δούμε έναν από αυτούς τους τρόπους για το σαρκικό πάθος. Βέβαια η ταπεινοφροσύνη και προπαντός η πίστη και η αγάπη, βοηθούν πολύ στον καλό αγώνα κατά των παθών, αλλά και άλλοι τρόποι μπορούν να γίνουν αποτελεσματικοί για τον τίμιο αγωνιστή. Και αυτόν τον δρόμο, που ακολούθησε ο Συμεών και τον περιέγραψε σε κάποιον Αββά και από αυτόν έγινε γνωστή η περίπτωσή του, όπως την διηγήθηκε ο Αββάς και την κατέγραψαν οι μαθητές του.
-«Ζούσαν κάποτε στην Απάμεια της Συρίας δυο έμποροι, που ήταν φίλοι και ασκούσαν το επάγγελμα του εμπόρου και έκαναν και εξαγωγές σε άλλες χώρες. Ο ένας από αυτούς ήταν πλούσιος και ό άλλος είχε λιγότερα πλούτη. Ο πλούσιος έμπορος είχε και μια πολύ όμορφη σύζυγο, αλλά και σεμνή και φρόνιμη, όπως αποδείχτηκε. Κάποτε πέθανε ο πλούσιος έμπορος και άφησε χήρα την όμορφη σύζυγο του. Ο φίλος του βλέποντας την ομορφιά και την σεμνότητα της χήρας την ερωτεύθηκε πολύ και ήθελε να την πάρη γυναίκα του, αλλά δίσταζε να της το πή, γιατί φοβόταν την άρνηση της. Εκείνη όμως, πού ήταν έξυπνη και μυαλωμένη κατάλαβε τα αισθήματα του ερωτευμένου Συμεών Κάι του είπε:
-Κυρ Συμέων, σε βλέπω ότι έχεις λογισμούς για μένα. Πες μου λοιπόν τί σε απασχολεί, τί λογισμούς έχεις και εγώ θα σου απαντήσω.
Εκείνος στην αρχή δίσταζε να μιλήσει. Ύστερα όμως της ομολόγησε τα αισθήματα του και την παρεκάλεσε να γίνει γυναίκα του. Εκείνη του ξαναλέει:
-Αν κάνης αυτό, που θα σου ζητήσω, τότε θα δεχτώ την πρόταση σου.
-Ό,τι και να μου ζήτησης, θα το κάνω, της απάντησε εκείνος.
-Τότε θέλω να κατεβής κάτω στο εργαστήρι σου και μείνε νηστικός, μέχρι να σε καλέσω και αληθινά σου λέγω οτι κι εγώ δεν θα γευτώ τίποτε, μέχρι να σε φωνάξω να ανεβής. Συμφωνείς;
-Συμφωνώ, αποκρίθηκε ο κυρ Συμεών και κατέβηκε στο εργαστήρι του.
Δεν είχαν όμως καθορίσει πότε θα τον καλούσε. Εκείνος υπέθεσε οτι η χήρα ήθελε να προετοιμαστεί σαν γυναίκα και ότι σε μια- δυό ώρες θα τον φώναζε. Πέρασε όμως ολόκληρη η ημέρα χωρίς να τον καλέση. Απόρησε με το γεγονός αυτό. Μήπως τον είχε ξεχάσει; Μήπως συνέβη τίποτε άλλο; Δεν ήξερε τί να υπόθεση. Έτσι πέρασε και ή δεύτερη μέρα. Σκέφτηκε να ανεβή ακάλεστος από το εργαστήρι του, αλλά σαν τίμιος άνθρωπος ήθελε να τήρηση την συμφωνία. Άρχισε να πεινά και να διψά, αλλά η συμφωνία τους ήταν να μείνη τελείως νηστικός. Όπως θα έμενε και ή χήρα χωρίς να γευτή το παραμικρό. Έκανε λοιπόν υπομονή και ό Θεός τον βοηθούσε να μείνη τίμιος στην συμφωνία του. Έτσι πέρασε και η τρίτη μέρα και ό κυρ Συμεών άρχισε να νοιώθη εξάντληση. Και σκέφτηκε οτι αν δεν τον καλέση και την επομένη τότε θα χαλάση την παράξενη αυτή συμφωνία, που έμοιαζε λίγο και σαν εμπαιγμός.
Την τέταρτη ημέρα του στέλνει ειδοποίηση να ανεβή από το εργαστήρι. Αν δεν τον ειδοποιούσε, λίγο ακόμα και θα πέθαινε από εξάντληση. Δεν μπορούσε να σταθή στα πόδια του και χρειάστηκε να τον βοηθήσουν άλλοι για να ανεβή από το υπόγειο εργαστήρι του. Εκείνη είχε ετοιμάσει λαμπρό τραπέζι και ομορφοστολισμένο το κρεββάτι της και του λέγει:
-Κυρ Συμεών, να το στρωμένο τραπέζι και το στρωμένο κρεββάτι. Που επιθυμείς να πάμε μαζί οι δυο μας;
-Σε παρακαλώ, της αποκρίθηκε εκείνος. Δείξε αγάπη και δός μου κάτι να φάω, γιατί χάνομαι από την πείνα και την δίψα και από την μεγάλη μου αδυναμία δεν ξέρω αυτήν την στιγμή αν υπάρχουν γυναίκες στον κόσμο αυτό.
-Να λοιπόν, που με την πείνα, προτίμησες το φαγητό και όχι έμενα ή άλλη γυναίκα και καμμιά άλλη ηδονή, παρά μόνον το φαγητό. Όταν λοιπόν έχεις τέτοιους λογισμούς και πειρασμούς, αυτό το φάρμακο να χρησιμοποιής και θα γλιτώνης από κάθε τέτοιο κίνδυνο κακών λογισμών. Πίστεψε με, λοιπόν, οτι μετά τον άνδρα μου, ούτε εσένα ούτε άλλον άνδρα παίρνω, αλλά κάτω από την σκέπη του Χριστού, ελπίζω να μείνω μέχρι τέλους χήρα.
Εκείνος εθαύμασε την σύνεση και την σωφροσύνη της και γεμάτος κατάνυξη της είπε:
-Επειδή ό Κύριος ευδόκησε να με επισκεφθή, για να με σώση με την δική σου φρόνηση, τί με συμβουλεύεις να κάνω από δω και πέρα;
Εκείνη, που φοβόταν και τη νεότητα της και την ομορφιά της και νοιώθοντας το ενδεχόμενο, μήπως κάποια ώρα πάθει και αυτή τον ίδιο πειρασμό, του είπε με ειλικρίνεια Κάι τόλμη:
-Νομίζω ότι κανέναν άλλον δεν αγαπάς περισσότερον από μένα, με τρόπον τίμιον και σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.
-Αυτό είναι αλήθεια, της είπε εκείνος.
-Και εγώ σε αγαπώ αληθινά, στο όνομα του Θεού, του απάντησε η χήρα. Επειδή όμως ο Κύριος είπε ότι «Όποιος έρχεται σε μένα και δεν μισεί τον πατέρα του και την μητέρα και την γυναίκα και τα τέκνα και τα αδέρφια του, ακόμα και την ίδια την ζωή του δεν μπορεί να είναι μαθητής μου» (Λουκ. ιδ' 26), γι' αυτό ας απομακρυνθούμε ο ένας από τον άλλον, για να λογαριάση και σε σένα ο Κύριος ότι χάριν Εκείνου απαρνήθηκες την γυναίκα σου και σε μένα επίσης να λογαριάση ότι απαρνήθηκα τον άνδρα, που αγαπώ. Να, στην χώρα μας υπάρχει Μοναστήρι εγκλείστων, στην Απάμεια. Αν αληθινά ποθής να σωθής, εκεί να κάνης την απάρνηση του κόσμου και θα ευαρεστήσης αληθινά τον Θεό.
Εκείνος απαλλάχτηκε αμέσως από όλες τις δεσμεύσεις, που είχε και έτρεξε στο Μοναστήρι, όπου έμεινε μέχρι την κοίμηση του. Έγινε άξιος Μοναχός, με καθαρό νου, βλέποντας τα πράγματα πνευματικά και σωστά και εξομολογήθηκε στο Γέροντα του όλη αυτήν την ιστορία, για το πώς νίκησε το πάθος του».
τέλος σχολίων