ΑΝΕΒΗΚΕ ΣΩΜΑΤΙΚΑ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ!
Η μεγαλύτερη γειτονιά των ταπεινών διαμορφώθηκε και αναπτύχθηκε μέσα στους αιώνες στα Ασκηταριά και τα Κοινόβια της ερήμου, όπου ασκήτεψαν, αγωνίστηκαν και αναδείχτηκαν μεγάλοι Άγιοι και Πατέρες της Εκκλησίας, όπως τους συναντούμε στα «Συναξάρια» και τα παλιά «Γεροντικά», με τους βίους, τις διδασκαλίες και τα θαυμαστά και διδακτικά γεγονότα, που έζησαν. Ένα τέτοιο λαμπρότατο γεγονός διηγήθηκε α Αββάς Δανιήλ, που το γνώρισε ο ίδιος και το κατέγραψε και μπορούμε τώρα να το παρακολουθήσουμε κι εμείς, μέσα από τα λόγια του, που έζησε και ασκήτεψε τον έκτο αιώνα στην έρημο της Αιγύπτου. Διηγήθηκε λοιπόν ο Αββάς Δανιήλ στους υποτακτικούς του, ότι:
-«Υπήρχε κάποτε ένας ασκητής με το όνομα Δούλας, που είχε φτάσει σε μεγάλα πνευματικά μέτρα της αγιότητος, ώστε να συγκαταλεχθή ανάμεσα στους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας. Αυτός λοιπόν ο Δούλας εμόνασε αρχικά σε Κοινόβιο για σαράντα ολόκληρα χρόνια. Με την πείρα, που είχε αποκτήσει στο μοναχικό βίο, έλεγε στους άλλους μοναχούς:
-Δοκίμασα διάφορους τρόπους μοναχικής ζωής και διαπίστωσα οτι αυτοί, που μονάζουν στα Κοινόβια, πολύ περισσότερο και πολύ γρηγορότερα προκόβουν στην απόκτηση των αρετών, εάν μένουν στο Κοινόβιο τους με πραγματική διάθεση να αγωνισθούν τον καλόν αγώνα της Πίστεως. Ήταν, λοιπόν, κάποτε ένας αδελφός στο Κοινόβιο, ο όποιος εξωτερικά φαινόταν άσημος και καταφρονεμένος, αλλά στο λογισμό ήταν πολύ σπουδαίος και άξιος για κάθε τιμή. Όλοι όμως του φέρνονταν άσχημα και τον εξευτέλιζαν και τον κακομεταχειρίζονταν, ως άχρηστο και ανίκανο, και αυτός αντί να πικραίνεται και να διαμαρτύρεται, χαίρονταν μέσα του κι ένοιωθε αγαλλίαση. Όλη αυτή η κακή και εχθρική συμπεριφορά εναντίον του ήταν δόλιο σχέδιο των δαιμόνων για να τον εκτρέψουν από τον δρόμο, που ακολουθούσε. Έτσι για είκοσι ολόκληρα χρόνια τον έδερναν, τον κλωτσούσαν, τον έφτυναν και τον έβριζαν, αλλά ο καλός αγωνιστής δεν σταματούσε την πνευματική του πορεία.
Μία ημέρα ο σατανάς, που δεν μπορούσε να ανεχθή άλλο το νικηφόρο αγώνα του ταπεινού ασκητή, γλύστρησε ύπουλα στην ψυχή κάποιου μονάχου και την ώρα, που όλοι στο Μοναστήρι ησύχαζαν, μπήκε στην εκκλησία και έκλεψε όλα τα ιερά σκεύη και έφυγε κρυφά από το Κοινόβιο. Όταν ήλθε η ώρα για την Ακολουθία, πήγε ο Κανονάρχης να βάλη θυμίαμα, αλλά διεπίστωσε κατάπληκτος οτι έλειπαν όλα τα ιερά σκεύη. Έτρεξε τότε στον Ηγούμενο και ανέφερε το γεγονός. Χτύπησε αμέσως η καμπάνα και συγκεντρώθηκαν όλοι οι αδελφοί και άρχισε μεγάλη αναστάτωση για την ιεροσυλία αυτή. Όλοι αναρωτήθηκαν ποιος να έκανε κάτι τόσο βέβηλο. Μερικοί άρχισαν να κατηγορούν τον άσημο και ταπεινό αδελφό τους, που τον αποκαλούσαν «ο κακούργος» και δεν είχε πάει στην Ακολουθία. Αν δεν το είχε κάνει αυτός το κακούργημα, θα ερχόταν πρώτος και σήμερα, όπως κάνει πάντοτε.
Πήγαν αμέσως στο κελλί του και τον βρήκαν να προσεύχεται. Τον άρπαξαν θυμωμένοι και άρχισαν να τον σέρνουν έξω από το κελλί του με βρισιές και φωνές και εκείνος έκπληκτος τους ρωτούσε: «Τί συμβαίνει, πατέρες μου;». Εκείνοι με κακόλογα και κατηγόριες τον χτυπούσαν και του έλεγαν: «Ιερόσυλε, είσαι ανάξιος ακόμα και να ζής! Δεν σου έφτανε τόσα χρόνια, που μας τάραξες το Κοινόβιο, τώρα μας έχεις κατασκανδαλίσει όλους;». Εκείνος με ταπεινοφροσύνη τους έλεγε: «Συγχωρήστε με, πατέρες μου, που έσφαλα». Αμέσως τον οδήγησαν στον Ηγούμενο και λένε:
-Άγιε Ηγούμενε, αυτός είναι, που φέρνει άνω-κάτω το Μοναστήρι μας, από την αρχή, πού ήρθε.
Και άρχισαν όλοι να τον κατηγορούν, πότε ότι έφαγε κρυφά τα χόρτα, πότε ότι έκλεβε τα ψωμιά και τα έδινε έξω σε άλλους και πότε ότι τον είδαν να πίνη το καλό κρασί, που έχουν για την Θεία Μετάληψη. Και όλοι, μολονότι λέγανε ψέματα, γινόταν πιστευτοί. Μόνον αυτόν, αν και έλεγε την αλήθεια, δεν τον άκουγε και δεν τον πίστευε κανείς. Τότε ο Ηγούμενος του αφαίρεσε το Μοναχικόν Σχήμα, λέγοντας:
-Αυτά, που κάνεις δεν ταιριάζουν σε αληθινόν Χριστιανόν.
Του φόρεσαν λοιπόν σιδερένιες χειροπέδες και τον παρέδωσαν στον Οικονόμο του Μοναστηριού. Εκείνος, αφού τον εγύμνωσε από τα ρούχα του, τον μαστίγωσε και τον ρωτούσε αν αληθεύουν όσα λέγονται εναντίον του. Εκείνος γελώντας για τις ψεύτικες κατηγορίες έλεγε: «Συγχωρήστε με, αδελφοί, γιατί έσφαλα». Εξαγριωμένος ο Οικονόμος από την απάντηση του κατηγορουμένου, έδωσε εντολή να τον ρίξουν στην φυλακή και να ασφαλίσουν τα πόδια του στην ξύλινη μέγγενη, για να μη δραπέτευση. Την ίδια μέρα έστειλε και γραπτή αναφορά στον Έπαρχο της πόλης για το γεγονός.
Χωρίς καθυστέρηση έφθασαν τα αρμόδια όργανα του Έπαρχου, κατέλαβαν τον κατηγορούμενο, αλλά αθώο Μοναχό, τον ανέβασαν πάνω σε ένα ζώο χωρίς σαμάρι, με βαρύ σιδερένιο περιλαίμιο στον λαιμό του και τον διαπόμπευσαν μέσα στην πόλη, για να τον οδηγήσουν τελικά στον δικαστή. Ο δικαστής άρχισε να τον ρωτά ποιο είναι το όνομά του και από που κατάγεται και για ποιόν λόγον έγινε Μοναχός. Ο κατηγορούμενος Μοναχός τίποτε άλλο δεν έλεγε, παρά μόνον: «Αμάρτησα, συγχωρέστε με». Έξω φρενών ο δικαστής διέταξε να τεντώσουν το κορμί του και με σκληρά μαστίγια να του λιανίσουν τα νώτα.
Τεντωμένος λοιπόν από τα τέσσερα άκρα, χέρια και πόδια, και την ώρα, που τον μαστίγωναν αλύπητα, εκείνος, με χαμογελαστό πρόσωπο, έλεγε στον δικαστή: «Χτύπα, χτύπα. Έτσι κάνεις την αμοιβή μου λαμπρότερη». Και ο δικαστής του είπε: «Εγώ την τιμωρία σου θα την κάνω πιο αστραφτερή και από το χιόνι». Και διατάζει αμέσως να στρώσουν φωτιά κάτω από την κοιλιά του, καθώς ήταν μπρούμυτα την ώρα, που τον μαστίγωναν, και αφού ανακατώσουν αλάτι και ξύδι, να το χύνουν πάνω στις πληγές του. Όσοι ήταν παρόντες εκεί και έβλεπαν τα φοβερά μαρτύρια και θαύμαζαν για την μεγάλη καρτερία του, τον ρωτούσαν: «Πες μας που έβαλες τα ιερά σκεύη και θα σε ελευθέρωση ο δικαστής». Και εκείνος απαντούσε: «Δεν γνωρίζω τίποτε». Ο δικαστής παράγγειλε να διακόψουν το βασανισμό αυτό και πρόσταξε να μεταφέρουν τον κατηγορούμενο στην φυλακή και εκεί να τον κρατήσουν νηστικό και αφρόντιστο.
Την επόμενη ημέρα ο Έπαρχος έστειλε εντολή στο Κοινόβιο να παρουσιασθούν οι υπεύθυνοι του Μοναστηρίου, μαζί με τον Ηγούμενο. Όταν έφτασαν στο Επαρχείο ο Έπαρχος τους είπε: «Πάρα πολλούς τρόπους εχρησιμοποίησα και σε πολλές τιμωρίες τον υπέβαλα, αλλά τίποτε περισσότερον δεν μπόρεσα να μάθω». Του λένε τότε οι εκπρόσωποι του Κοινοβίου: «Άρχοντα, και άλλα πολλά κακά έκανε, αλλά χάριν του Θεού, τον κρατήσαμε περιμένοντας να μετανοήση. Να όμως, που έφτασε στα χειρότερα». Τους ρώτησε τότε: «Τι να τον κάνω λοιπόν;». Και εκείνοι του αποκρίθηκαν: «Ό,τι λέγει Ο νόμος». Ξανάπε ο Έπαρχος: «Τους ιερόσυλους τους φονεύει ο νόμος». Τότε ας φονευθή, του απάντησαν. Και ο Έπαρχος τους άφησε να φύγουν.
Ύστερα φώναξε να του φέρουν τον κατηγορούμενο και αφού κάθισε στο δικαστικό θρόνο του είπε: «Άθλιε Μοναχέ, ομολόγησε την αλήθεια, για να γλυτώσης τον θάνατο». Και ο αθώος Μοναχός είπε: «Εάν διατάζης να πω αυτό, που δεν έγινε, το λέω». Ο δικαστής είπε: «Δεν θέλω να πής ψέματα εναντίον σου». Και ό κατηγορούμενος Μοναχός ξανάπε: «Τίποτε από όσα με ρωτάτε δεν γνωρίζω να τα έκανα ποτέ». Βλέποντας λοιπόν ο Έπαρχος οτι ο κατηγορούμενος δεν ομολογεί ενοχή, διέταξε να αποκεφαλισθή. Αμέσως τον πήραν οι δήμιοι και πήγαν στον τόπο των εκτελέσεων να τον αποκεφαλίσουν.
Την ώρα, που τον πήγαιναν για εκτέλεση, αυτός, πού είχε αφαιρέσει τα ιερά σκεύη και τα κειμήλια, ένοιωσε συντριβή στην καρδιά του και είπε στον εαυτό του: «Είτε τώρα, είτε κάποια άλλη μέρα, οπωσδήποτε θα μαθευτή η αλήθεια για την κλοπή αυτή. Και αν ακόμα ξεφύγης από την ανθρώπινη δικαιοσύνη, τί θα κάνης την ημέρα της Κρίσεως; Πώς θα απολογηθής γι’ αυτές τις πράξεις σου;». Μετανοημένος λοιπόν, ο πραγματικός κλέφτης των κειμηλίων, πηγαίνει αμέσως στον Ηγούμενο και του λέγει: «Να στείλης γρήγορα είδηση στον Έπαρχο, να μην εκτελεσθή ο Αδελφός, που κατηγορήθηκε γιατί βρέθηκαν τα ιερά σκεύη». Έτσι και έγινε. Όταν πληροφόρησε ο Ηγούμενος τον Έπαρχο ότι βρέθηκαν τα κλοπιμαία, έδωσε εντολή να ελευθερωθή ο καταδικασμένος, ο όποιος οδηγήθηκε ξανά στο Κοινόβιο.
Τότε όλοι εκείνοι, που τον κατηγορούσαν και τον κακομεταχειρίζονταν έπεσαν στα γόνατα μπροστά του και τον παρακαλούσαν να τους συγχώρηση: «Σου φταίξαμε, αδελφέ, συγχώρησε μας». Και εκείνος, κλαίγοντας τους απαντούσε: «Εσείς να με συγχωρείτε, που σας αναστάτωσα. Εγώ σας ευχαριστώ και σας ευγνωμονώ, γιατί με τους μικρούς αυτούς κόπους αξιώνομαι αγαθών μεγάλων. Αληθινά σας λέγω, ότι η χαρά μου ήταν μεγάλη πάντοτε, όταν άκουγα να λέγονται από σας τόσες κατηγορίες εναντίον μου, διότι δεν είχαν απολύτως καμμιά βάση και κυρίως διότι, με αυτόν τον μικρόν εξευτελισμό, επρόκειτο να γίνω άξιος για τιμές μεγάλες κατά την φοβερή ημέρα της Κρίσεως. Ο Κύριος να σας συγχώρηση για όλα όσα είπατε και κάνατε εναντίον μου».
-Βεβαίως και παρακαλούμε να μας συγχώρηση ο Θεός, έλεγαν γονατιστοί οι αδελφοί, που τον κατηγόρησαν αλλά θέλουμε κι εσύ να μας συγχώρησης και να ευχηθής για την σωτηρία μας. Συγχώρησέ μας, αδελφέ».
-Σας έχω ήδη συγχωρήσει, αδελφοί μου, καθώς και σας χρεωστώ ευγνωμοσύνη για όσα κάνατε. Χαίρομαι αληθινά και θα χαιρόμουν ακόμα περισσότερον γι' αυτό, που μου κάνατε, αν δεν είχα θλίψη στην καρδιά μου για σας. Γιατί διέβλεπα την ανταπόδωση της αναπαύσεως στην Βασιλεία των Ουρανών, μετά από τέτοιους πειρασμούς».
Μετά την επιστροφή του στο Κοινόβιο ο αδικηθείς Μοναχός, ο «κακούργος» καθώς τον έλεγαν οι αδελφοί του, εξεδήμησε προς τον Κύριον μετά τρεις ήμερες με οσιακό τέλος. Διότι όταν πήγε, ένας αδελφός στο κελλί του να δη πώς είναι, τον βρήκε πεσμένο στα γόνατα. Γιατί, καθώς έκανε μετάνοιες και προσεύχονταν, στη θέση αυτή παράδωσε την ψυχή του στο Θεό, και το σώμα του παρέμενε ακόμα στη στάση της μετάνοιας. (Σημ. Η λέξη μετάνοια, αυτό, που λέγεται κλίση των γονάτων, την μετάνοια της ψυχής φανερώνει και υποδηλοι. Έτσι έχουμε διπλή μετάνοια, σώματος και ψυχής). Τότε ο αδελφός έτρεξε αμέσως στον Ηγούμενο της Μονής και αναφέρει το γεγονός και ο Ηγούμενος έδωσε εντολή να μεταφερθή το σώμα και να ενταφιασθή στην εκκλησία.
Τοποθέτησαν το νεκρό σώμα του Μοναχού, που κατηγορήθηκε άδικα και υπέφερε αγόγγυστα τόσα βασανιστήρια, μπροστά στο θυσιαστήριο του ναού και παράγγειλε να χτυπήσουν το σήμαντρο, για να συγκεντρωθούν όλοι οι αδελφοί και γίνη με τιμές ο ενταφιασμός του. Καθώς όμως συγκεντρώνονταν οι αδελφοί για τον «τελευταίον ασπασμόν» ήθελε ο καθένας τους να πάρη κάποια ευλογία από το λείψανον και τα ενδύματα του νεκρού Μονάχου. Βλέποντας το αυτό ο Ηγούμενος ετοποθέτησε τον νεκρόν μέσα στο ιερό του ναού, εκλείδωσε την πόρτα και περίμενε τον Αββά του Κοινοβίου για να κάνουν μαζί τον ενταφιασμό. Όταν ήρθε και ο Αββάς με τους ιερείς και άρχισαν την Εξόδιον Ακολουθίαν, έδωσε εντολή:
-Ανοίξετε το ιερόν και φέρετε τον νεκρόν να γίνη κανονικά η ταφή, γιατί έφτασε η ενάτη ώρα (τρεις μετά μεσημβρίας).
Ω, των θαυμάσιων σου, Κύριε! Όταν άνοιξαν το ιερό δεν βρήκαν μέσα τίποτε, εκτός από τα ρούχα και τα σανδάλια του νεκρού! Όλοι θαμπώθηκαν και αφού γονάτισαν με συντριβή, άρχισαν να δοξάζυν τον Υπερθαύμαστον Θεόν, με δάκρυα στα μάτια και να ζητούν συγχώρηση για όσα έκαναν και είπαν εναντίον του αδικημένου Μονάχου, λέγοντας μεταξύ τους:
-«Βλέπεις, αδελφέ, τί αγαθά προξενεί η μακροθυμία και η αληθινή ταπείνωση και η υπομονή; Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας».
Και ο Αββάς Δανιήλ, που διηγήθηκε την ιστορίαν αυτήν στους υποτακτικούς του, κατέληξε λέγοντας:
-Όπως είδατε λοιπόν το παράδειγμα αυτό, έτσι κι εσείς να αγωνιζόσαστε, υπομένοντας με ταπεινοφροσύνη και ανεξικακία όλους τους πειρασμούς και τους εξευτελισμούς, γιατί αυτός είναι ο δρόμος, που μας οδηγεί στην Βασιλεία των Ουρανών, που μας χαρίζει με το έλεός του ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός».
τέλος σχολίων