ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΡΕΚΑΛΕΣΕ ΑΝΘΡΩΠΟΝ ΓΙΑ ΒΟΗΘΕΙΑ!
-Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών!
Τι να πή κανείς και τι να σκεφθή και τι να αναφέρη για τον Παντοδύναμο και Πολυέλεο θεό και τις απερίγραπτες δωρεές του στον άνθρωπο, πού επλάσθη βεβαίως «βραχύ τι παρ' αγγέλους» (Έβρ. β' 7), δηλαδή, λίγο κατώτερον από τους Αγγέλους, αλλά του έδωσε τέτοιες δυνατότητες, ώστε να επιτελή, όπως μας το βεβαιώνει ό Θεάνθρωπος, μεγαλύτερα έργα από εκείνα, πού έκανε ο ίδιος, όταν βρισκόταν και σωματικώς κοντά μας: «Αμήν αμήν λέγω υμίν, ο πισετύων εις εμέ, τα έργα α εγώ ποιώ κακείνος ποιήσει, και μείζονα τούτων ποιήσει» (Ίω. ιδ' 12). Διότι, πάλιν κατά την διαβεβαίωσιν του Κυρίου: «Πάντα δυνατά τω πιστεύοντι» (Μάρκ. θ' 23). Το ότι όμως έδωσε στους ανθρώπους τόσες δυνάμεις, με την πίστη και την προσευχή, ώστε και οι Άγγελοι ακόμα να παρακαλέσουν ανθρώπους, να προσευχηθούν υπέρ αυτών, δεν μπορεί να το χωρέση το ανθρώπινο μυαλό και η λογική του κόσμου τούτου!
Έγινε όμως και αυτό και άλλα πολλά θαυμάσια και υπερθαυμάσια στη ζωή των ανθρώπων, που πίστεψαν αληθινά και αγάπησαν ολόκαρδα τον Τριαδικό Θεό μας και προσεύχονται νύχτα και μέρα, για το «Μέγα έλεος», που μας εχάρισε μαζί με την «αιώνιο ζωή», κατά τον λόγο της Εκκλησίας. Μια τέτοια φοβερή και υπερθαύμαστη περίπτωση μας αναφέρει το θεοφώτιστον «Γεροντικόν», και πολύ πρέπει να την προσέξουμε και να την κατανοήσουμε βαθειά, όπως ιστορείται με αληθινή ταπεινοφροσύνη, χωρίς ονόματα και ματαιόσπουδες αναφορές. Ακούστε λοιπόν, τί έχει καταγράψει το «Γεροντικόν» από την μεγάλη και πανένδοξη γειτονιά των ταπεινών της ερήμου:
-«Όπως διηγήθηκε κάποιος Γέροντας, υπήρχε ένας Αναχωρητής, που κατοικούσε στην πιο βαθειά έρημο για πολλά χρόνια, με πολλές στερήσεις και δυσκολίες, τις όποιες υπέμενε για την αγάπη του Χριστού, που κι Εκείνος έζησε στην έρημο και νήστεψε τελείως και προσεύχονταν για σαράντα ημέρες και νύχτες, για να μας δείξη με έργα, την μεγάλη δύναμη, που χαρίζει η νηστεία και η προσευχή, και κυρίως η ολοκληρωτική αφοσίωση στον Πανάγαθο Θεό. Έτσι και αυτός ο άγνωστος Αναχωρητής είχε φθάσει σε υψηλά μέτρα αρετής και καθαρότητος, ώστε να απόκτηση το χάρισμα της διοράσεως και να συναναστρέφεται με τους Αγγέλους.
Μια ήμερα συνέβη το ακόλουθο γεγονός: Δύο αδελφοί μοναχοί άκουσαν γι' αυτό τον μεγάλο Αναχωρητή και θέλησαν να τον συναντήσουν, να τον γνωρίσουν προσωπικά και να ωφεληθούν από αυτόν, για την σωτηρία τους. Βγήκαν λοιπόν από το κελλί τους, οπού ασκούνταν μαζί, πήραν τα απαραίτητα και ξεκίνησαν να τον βρουν στην μέσα έρημο, όπου δεν υπάρχουν δρόμοι και άλλες ενδείξεις σε ποιο σημείο και σε ποιο σπήλαιο ζούσε και αγωνιζόταν ο κάθε ασκητής. Οι περισσότεροι έμεναν άγνωστοι και μονάχα τυχαίως τους συναντούσε κανείς. Μερικές φορές μάλιστα και όχι λίγες, τους εύρισκαν πεθαμένους και άταφους και τους έθαβαν εκεί, πού τους βρήκαν. Τούτοι οι δυο μοναχοί ξεκίνησαν με πίστη στο Θεό, ότι θα τους βοηθήση να συναντήσουν τον μεγάλο Αναχωρητή και να λάβουν κάποια πνευματική βοήθεια και σωστή καθοδήγηση στο έργο τους.
Περπάτησαν μερικές ημέρες μέσα στην αφιλόξενη έρημο και με την βοήθεια του Θεού, πλησίασαν στο μέρος όπου βρισκόταν η σπηλιά του Αναχωρητή και ήταν χαρούμενοι, που δεν πλανήθηκαν άδικα μέσα στην έρημο και ότι θα τον συναντούσαν επί τέλους και θα μιλούσαν μαζί του. Καθώς όμως προχωρούσαν βλέπουν από μακρυά κάποιον, πού έμοιαζε με άνθρωπο και ήταν ντυμένος με ολόλευκα ρούχα και στέκονταν πάνω σε έναν λόφο, που βρισκόταν ολόγυρα στην περιοχή και σε απόσταση τριών περίπου μιλίων. Τότε εκείνος ο λευκοντυμένος τους εφώναξε από μακρυά: «Αδελφοί, αδελφοί». Οι δυο μοναχοί τον πλησίασαν και τον ρώτησαν: «Εσύ ποιος είσαι και τί θέλεις;».
-Ξέρω ότι πάτε να συναντήσετε τον άγιο Αναχωρητή, απάντησε. Σάς παρακαλώ να του πήτε μια φράση.
-Ποια φράση θέλεις να του πούμε; ξαναρώτησαν οι δυο μοναχοί.
-Να του πήτε: «Θυμήσου αυτό, που σε παρακάλεσα». Αυτό μόνο να του πήτε.
Οι δυο μοναχοί υποσχέθηκαν ότι θα πουν αυτή την φράση στον άγιο Αναχωρητή και συνέχισαν τον δρόμο τους με την απορία, ποιος ήταν αυτός ο λευκοντυμένος και τί ήταν αυτό, που ζητούσε από τον Γέροντα ερημίτη. Δεν μπορούσαν όμως να καταλάβουν τίποτε και ακόμα τί ήθελε σ' αυτήν την ερημιά, όπου κάνει φοβερή ζέστη την ημέρα και αβάσταχτο κρύο τη νύχτα. Συνέχισαν όμως την πορεία τους προσευχόμενοι μέχρι, που έφτασαν στην σπηλιά του μεγάλου Αναχωρητή. Έπεσαν αμέσως στα πόδια του με μεγάλη ευλάβεια και τον παρεκάλεσαν να ακούσουν από το στόμα του λόγον σωτηρίας και να τους πή πώς να αγωνίζονται κατά Θεόν. Ο Γέροντας τους περιποιήθηκε με ό,τι είχε και τους μίλησε για τα πνευματικά ζητήματα και κυρίως για το άπειρον έλεος του Θεού, πού είναι ένας απερίγραπτος ωκεανός κι εμείς πρέπει να ζούμε στον ωκεανό αυτό, όπως τα ψάρια μέσα στην θάλασσα. Γιατί, τους είπε, αυτός είναι ο προορισμός μας. Και πρόσθεσε;
-Όταν βγουν τα ψάρια από την θάλασσα πεθαίνουν. Έτσι και η ψυχή αν χάση το έλεος του Θεού, ζή μέσα στον θάνατο χωρίς να αφανίζεται. Μόνον υποφέρει και δυστυχεί. Κάποτε είχαμε όλο αυτό το έλεος και ζούσαμε στον Παράδεισο. Με την παρακοή βρεθήκαμε στην ερημιά αυτού του κόσμου, γι' αυτό και οι μετανοούντες πηγαίνουν στην έρημο για να σωθούν. Έξω από τον κόσμο της πονηρίας, πού όλο ανακαλύπτει προφάσεις, για να ζή έξω από το έλεος του Θεού.
-Και πώς ξανακερδίζει κανείς το έλεος του Θεού άγιε πάτερ;
-Με την δακρυσμένη μετάνοια και την ολόκαρδη προσευχή, παιδιά μου.
Τους είπε και άλλες ψυχοσωτήριες διδασκαλίες ο Αναχωρητής και εκείνοι του διηγήθηκαν πώς ξεκίνησαν να φτάσουν κοντά του και του ανέφεραν και για τον λευκοντυμένο άνθρωπο, που συνάντησαν και είπαν την φράση «Θυμήσου αυτό, που σε παρακάλεσα». Ο Γέροντας κατάλαβε και ήξερε ποιος ήταν ο λευκοντυμένος, αφού είχε τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος και συναναστρέφονταν με τους Αγγέλους. Προσποιήθηκε ότι δεν τον ήξερε και τους είπε μάλιστα:
-Κανένας άλλος άνθρωπος δεν κατοικεί εδώ γύρω.
Και έλεγε την αλήθεια, γιατί μίλια ολόγυρα στην σπηλιά του Αναχωρητή δεν κατοικούσε άλλος άνθρωπος. Εκείνοι όμως επέμεναν και του έλεγαν οτι τον είδαν στην κορυφή του γειτονικού λόφου και έκαναν μετάνοιες και τον πίεζαν να πή ποιος ήταν και τί ήθελε από αυτόν. Αγκάλιασαν τα πόδια του Γέροντα και έτσι πεσμένοι τον παρακαλούσαν να τους πή, για ψυχική τους ωφέλεια. Στο τέλος ο μεγάλος Αναχωρητής έκανε αγάπη και υποχώρησε στην παράκληση τους. Τους σήκωσε όρθιους και τους είπε, δεσμεύοντας την ειλικρίνειά τους:
-Δώστε μου τον λόγο σας, οτι δεν θα μιλήσετε επαινετικά για μένα, σε κανέναν άνθρωπον, οτι είμαι άγιος και τα παρόμοια, μέχρι να φύγω από αυτόν τον κόσμο και να πάω στον Κύριο μας, και τότε θα σας μιλήσω καθαρά για το ζήτημα αυτό.
Εκείνοι έδωσαν τον λόγο τους, δεσμεύτηκαν μαζί του και ο Γέροντας έκανε τον σταυρό του και τους είπε:
-Αυτός, που τον είδατε ντυμένο στα λευκά, πάνω στην κορφή του λόφου, είναι Άγγελος Κυρίου. Ήρθε εδώ σε μένα τον αδύναμο και με παρακάλεσε, λέγοντας: «Ικέτευσε τον Κύριο για μένα, ώστε να επιστρέψω στον τόπο μου, γιατί έχει πια συμπληρωθή ο χρόνος, που ορίστηκε σε βάρος μου από τον Θεό». Εγώ τότε τον ερώτησα, ποία είναι η αιτία της ποινής του. Και εκείνος αποκρίθηκε: «Συνέβη σε μια πόλη επαρχιακή, πολλοί άνθρωποι να παροργίσουν τον Θεόν με τις αμαρτίες τους για μεγάλο χρονικό διάστημα. Με έστειλε λοιπόν ο Κύριος να τους παιδεύσω με ευσπλαγχνία. Εγώ όμως όταν τους είδα να ασεβούν πολύ τους επέβαλα μεγαλύτερο παιδεμό, με αποτέλεσμα να εξοντωθούν πολλοί άνθρωποι.. Γι’ αυτό μου επεβλήθη η απομάκρυνσή μου από προσώπου του Θεού, πού μου είχε αναθέσει την αποστολή».
-Και όταν τον ρώτησα, συνέχισε ο Αναχωρητής, πώς είμαι άξιος να παρακαλέσω τον Θεό για έναν Άγγελον, εκείνος μου απάντησε: «Αν δεν ήξερα οτι ο Θεός δέχεται την προσευχή των γνησίων δούλων του, δεν θα ερχόμουν εδώ και δεν θα σε ενοχλούσα». Εγώ αναλογίστηκα εκείνη την στιγμή το αμέτρητο έλεος του Κυρίου και την άπειρη αγάπη του προς τον άνθρωπον, που τον έκανε άξιο να μιλά μαζί του και να τον βλέπη, επίσης οι Άγγελοι να υπηρετούν τους ανθρώπους και να έχουν επαφή μαζί τους, όπως έχει γίνει με τους μακάριους δούλους του Ζαχαρία (Λουκ. α' 11) και Κορνήλιο (Πράξ. ι' 1) και τον Προφήτη Ηλία (Γ' Βασιλειών ιθ' 5-7) και τους άλλους αγίους. Ένοιωσα κατάπληξη με όλα αυτά και δόξασα την ευσπλαγχνία του.
Ο Γέροντας σταμάτησε ξαφνικά την κουβέντα και άρχισε να προσεύχεται με δάκρυα. Δεν τους αποκάλυψε τίποτε άλλο, γιατί μετά το περιστατικό αυτό ο τρισμακάριστος Αναχωρητής αναπαύτηκε εν Κυρίω. Οι δύο μοναχοί κατάπληκτοι τον έθαψαν τιμητικά με ύμνους και προσευχές και απεφάσισαν να μείνουν για πάντοτε στην σπηλιά του αληθινά μεγάλου αυτού Αναχωρητή. Όσο μπορούμε ας μιμηθούμε κι εμείς την πίστη και την αρετή και την προσευχή αυτού του Γέροντα».
Εδώ τελειώνει η αφήγηση αυτή του «Γεροντικού», αλλά ποτέ δεν τελειώνει για όλους μας το αμέτρητον έλεος του Θεού για τον καθένα μας.
τέλος σχολίων