Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ,
Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων
Το πρόσωπο της Θείας Αποκαλύψεως, ο Θεός και Λόγος του Θεού, εμφανίστηκε στον κόσμο, όπως σημειώνεται στη λειτουργική μας παράδοση, ως «Μυστήριον ξένον και παράδοξον», για το οποίο ο υμνωδός των Χριστουγέννων διερωτάται: «Τι μείζον άλλο καινόν είδεν η κτίσις;».
Κατά την επίσκεψη του Αποστόλου Παύλου στην Αθήνα, οι Αθηναίοι, χαρακτήρισαν τη χριστιανική διδασκαλία του, ως «Καινή διδαχή», την οποία, ωστόσο, ενδιαφέρθηκαν να ακούσουν και να μάθουν.
Οι πολίτες της Αθήνας, προσπαθούσαν να κάνουν συνδυασμό της λογικής, που σε υπερβολικό βαθμό είχαν αναπτύξει, με την περιοχή του υπέρλογου, το οποίο κατάφερναν, πάντοτε όμως, με τη λατρεία των ανθρωπόμορφων Θεών της μυθολογίας.
Ο μύθος, όμως, ως κατασκεύασμα του ανθρώπινου ιστορικού λόγου τους, δεν υπερέβαινε την ιστορικότητα και γι΄ αυτό οι Αθηναίοι δεν είχαν εξοικειωθεί με τη μεταϊστορικότητα των λόγων του Παύλου.
Έτσι, σύμφωνα με το Βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων, όταν τον άκουσαν να κηρύττει μια ξένη και άγνωστη θεότητητα, ενδιαφέρθηκαν να τον οδηγήσουν στον Άρειο Πάγο, προκειμένου να μάθουν, ποια είναι αυτή η «καινή διδαχή» και τα «ξενίζοντα» πράγματα που τους φέρνει.
Στο ως άνω Βιβλίο των Πράξεων, μάλιστα, σημειώνεται ότι όλοι οι Αθηναίοι και οι επιδημούντες στην πόλη τους ξένοι, για τίποτα άλλο δεν είχαν καιρό και δεν ενδιαφέρονταν περισσότερο, παρά μόνον για να λένε και να ακούν νεότερα πράγματα. (Πράξ. 17, 18-21).
Στην ομιλία του, ο Απόστολος τους αναφέρει ότι, περιηγούμενος την Αθήνα είδε πως είναι πλήρης από Βωμούς και Ιερά, εκφράζοντας τον θαυμασμό του για την μεγάλη ευσέβειά τους στους Θεούς της πόλης. Με άλλα λόγια, τους επαινεί, επειδή είναι ένθεοι και όχι άθεοι.
Χρησιμοποιώντας αυτήν τη γέφυρα, μάλιστα, ο Παύλος βρίσκει την ευκαιρία να περάσει, σταδιακά και με ένα εξαιρετικά παιδαγωγικό τρόπο, στη διδασκαλία του όντως υπέρλογου, χωρίς όμως να επιθυμεί να συγκρουστεί μαζί τους, κάτι που γνώριζε ότι θα σταματούσε, εν τη γενέσει του, τον διάλογο Χριστιανισμού και ειδωλολατρίας στην Αθήνα, που ο ίδιος επιδίωκε.
Τι κάνει λοιπόν ο Απόστολος των Εθνών; Τους βεβαιώνει ότι τους θαυμάζει ως τους «δεισιδαιμονέστερους», δηλαδή ως τους πλέον ευσεβείς θεολάτρες, συμπληρώνοντας, όμως, ότι, εκτός από τους άλλους Θεούς, με τους βωμούς των οποίων είδε να έχει στολιστεί η Αθήνα, παρατήρησε ότι υπάρχει και ο βωμός στον Άγνωστο Θεό, που, παρά το ό, τι είναι άγνωστος, τον σέβονται και τον λατρεύουν.
Έχοντας ως αφετηρία των λογικών επιχειρημάτων του τον Άγνωστο θεό, τους ανακοινώνει ότι ο Θεός Αυτός είναι Εκείνος, που ήλθε να τους κηρύξει. Στη συνέχεια, προσπαθώντας να τους μεταφέρει στο πλαίσιο της μεταϊστορικότητας του Ευαγγελίου, τους λέει ότι Αυτός ο Θεός, που εκείνος λατρεύει, δημιούργησε τον κόσμο και όλα τα έθνη των ανθρώπων από ένα αίμα, εμφυτεύοντάς τους τον πόθο να τον αναζητούν, μήπως και κατορθώσουν να τον ψηλαφίσουν και να τον βρουν.
Τη συνάντηση και σύνδεση με τον Θεό τη θεωρεί ο Παύλος πολλή πιθανή και εφικτή, όπως βεβαιώνει τους Αθηναίους, διότι ο Θεός Αυτός βρίσκεται πολύ κοντά σε κάθε έναν από μας, αφού ζούμε και κινούμαστε και υπάρχουμε, μέσα στη θεία Του Παρουσία και αγαθότητα, καθώς είμαστε όλοι δικό Του γένος, πλασμένοι από Αυτόν.
Τους επισημαίνει, επίσης, ότι ο Θεός δεν έχει υλικά, αλλά πνευματικά χαρακτηριστικά και ότι είναι ζωοδότης, πανταχού παρών και η οικουμένη θα κριθεί από Αυτόν, τον οποίον ήδη ανέστησε εκ νεκρών.
Ωστόσο, η αναφορά του στην εκ νεκρών Ανάσταση του Χριστού έφερε τους Αθηναίους μπροστά σε ένα υπερβατικό δίλημμα, που, ως υπέρλογο φαινόμενο, δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν ούτε να αποδεχτούν.
Είχαν μάθει να προσεγγίζουν τους Θεούς τους, που είχαν ανθρώπινα και συνεπώς ιστορικά χαρακτηριστικά, καθώς τα γεγονότα που ξεπερνούσαν τη λογική και την ιστορικότητα, απαιτούσαν την ικανότητα μιας υπέρβασης, την οποία, όμως, δεν είχαν.
Έτσι, στο σημείο αυτό, τον σταμάτησαν και άλλοι τον χλεύαζαν, άλλοι του έλεγαν ότι θα τον ακούσουν πάλι (Πράξ. 17, 22-32).
Αναφερθήκαμε στην ομιλία του Απ. Παύλου στην Αθήνα, για να δείξουμε πόσο δύσκολο είναι για ανθρώπους, που ζουν σε ένα πολιτισμικό ή θρησκευτικό περιβάλλον, που κυριαρχεί η ιστορικότητα και ο ορθός λόγος, να μπορέσουν να κάνουν την υπέρβαση και να φτάσουν στο υπέρλογο της μεταϊστορικότητας.
Μετά την ένσαρκη έλευση του Λόγου του Θεού στην Ιστορία και τη ίδρυση της Εκκλησίας, δημιουργείται, πλέον, εντός του κόσμου μια νέα πραγματικότητα, που δεν καταργεί την ιστορία, αλλά τη συνδέει με την υπέρ «λόγον και φύσιν» μεταϊστορία του Λόγου.
Αυτή είναι η καινή γέφυρα, ανάμεσα στον ουρανό και στη γη, στο λογικό και στο υπέρλογο, που έφερε στον κόσμο η Θεία Αποκάλυψη του Θεανθρώπου και ο Απόστολος των Εθνών στην Αθήνα.
Πριν από το Θαύμα της Αναστάσεως του Ιησού, υπήρξαν και άλλα θαυμαστά σημεία, με τα οποία ο Ιησούς φανέρωνε, ενωμένα, το θείο με το ανθρώπινο, το λογικό με το υπέρλογο της χριστιανικής πίστεως.
Η Ανάσταση του Λαζάρου και οι άλλες Αναστάσεις νεκρών, όπως και όλα τα θαυμαστά σημεία, που πραγματοποιήθηκαν από τον Χριστό, αποτελούν ιστορικά ίχνη μιας διαφορετικής πραγματικότητας, που ενέχει όλα τα στοιχεία του υπέρλογου, του μεταϊστορικού, του εσχατολογικού.
Τα σημεία αυτά δεν καταργούν ούτε απορρίπτουν την ιστορικότητα, αλλά την αναβαθμίζουν, με τον χριστολογικό εμπλουτισμό της στο επίπεδο της μεταϊστορικότητας.
Η ανθρώπινη λογική, που παράγει την ανθρώπινη γνώση, δεν ματαιώνεται, αλλά μεταμορφώνεται σε μια δύναμη, που έχει τη δυνατότητα να συμπληρώνεται και να αναβαθμίζεται, με τη συνεργασία της πίστεως, έτσι ώστε να μπορεί, χαρισματικά, να γίνεται, από ανθρώπινο, θεανθρώπινο γεγονός.
Σε ένα τέτοιο επίπεδο, μόνον οι πιστοί, για τους οποίους είναι τα πάντα δυνατά (Μάρκ. 9, 23), μπορούν να φτάνουν, καθώς απαιτείται η ένθεη δυνατότητα να μπορούν να ζουν σε μια θεανθρώπινη πραγματικότητα, που προσδοκά την εκ του Θεού μετάβασή της από τον Θάνατο στη ζωή και στην Ανάσταση, από το κατά φύση, στο υπέρ φύσιν, στο μεταϊστορικό.
Η δυνατότητα μετακίνησης, από τον Ουρανό στη γη και αντιστρόφως, έγινε επιτεύξιμη μόνον διά της Αποκαλύψεως του Ιησού Χριστού και Θεού.
Τα «θαυμαστά μεσσιανικά σημεία», που πραγματοποιούνται διαρκώς από τον Θεάνθρωπο Ιησού και τους μαθητές του, εντός της Ιστορίας, σηματοδοτούν, προμηνύουν και καλλιεργούν την ελπίδα μετάβασης από την ιστορική προσωρινότητα στη μεταϊστορική τους «πλήρωση», εντός της Αιώνιας Βασιλείας του Θεού.
Ταυτόχρονα, όμως, αναδεικνύουν και καταξιώνουν τη σημαντική θέση, που κατέχει η Ιστορία στη χριστιανική θεολογία, καθώς αποτελεί το πεδίο φανέρωσης και πρόγευσης της Βασιλείας του Ιησού Χριστού.
Η χριστιανική πίστη καθίσταται, όχι μόνον προϋπόθεση πραγματοποίησης των «υπέρ λόγον και έννοιαν» θαυμαστών σημείων του Ιησού Χριστού αλλά και μεταμόρφωσης της λογικής και ιστορικής πραγματικότητας σε μια νέα πραγματικότητα, στην οποία να μπορεί να χωράει, ασυγχύτως και αδιαιρέτως, το λογικό με το υπέρλογο, το θείο με το ανθρώπινο.
Η ορθόδοξη χριστιανική παράδοση δεν συμφωνεί με συστήματα που απολυτοποιούν είτε τη λογική (ορθολογισμός, σχολαστικισμός) είτε τις μυθοπλασίες του φαντασιακού (μυστικισμός, Ρομαντισμός, Ιδεαλισμός κ. ά.).
Αντίθετα, αποδέχεται την διά της πίστεως ενότητα του λογικού με το υπέρλογο, του χρονικού με το άχρονο, του ιστορικού με το υπερβατικό.
τέλος σχολίων