Ιωάννη Κουρεμπελέ,
καθηγητή Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ.
Από το βιβλίο του «Δωσ΄ μοι λόγο Λόγε», Μελέτες λόγω Θεολογίας,
εκδ. Δέσποινα Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2013.
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Στο κοντάκιο του Ρωμανού του Μελωδού «Εις την σταύρωσιν»1 παρουσιάζεται σε θεολογική σκηνή το δράμα της ανθρώπινης σωτηρίας. Ο ποιητής εκ προοιμίου με το «Ψυχή μου, ψυχή μου, ανάστα· τί καθεύδεις;» θέτει στο προσκήνιο τον Χριστό εν ταυτότητι με τον θεό Λόγο και παρουσιάζει στην πρώτη στροφή το ιατρείο του «ανεωγμένον». Από το ορθάνοιχτο αυτό ιατρείο πηγάζει η ιατρεία του Αδάμ και ο διάβολος, πληγωμένος πλέον και αισθανόμενος τον κίνδυνο του δωρεάν θεραπεύοντας Χριστού, «οδύρεται» και «αναβόα» στους φίλους του: Τί να κάνω με τον γιο της Μαριάμ; Θα με σκοτώσει ο Βηθλεεμίτης, ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών.
Ο αγαθοεργός Χριστός, λοιπόν, εξαρχής παρουσιάζεται σαφώς ως υιός της Μαριάμ, ο οποίος είναι, όμως, υποστατικά ο ίδιος ο «πανταχού παρών και τα πάντα πληρών». Πρόκειται για την παραδοξολογική παρουσίαση του Θεανθρώπου, πού μας είναι ως τρόπος έκφρασης οικείος από το γνωστό εφύμνιο του κοντακίου στη Γέννηση του Χριστού: «Παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός». Για τον εκκλησιαστικό ποιητή είναι σημαντικό να προκρίνει τη θεϊκή ταυτότητα του Χριστού, διότι μόνο αυτή εγγυάται μία δωρεάν θεραπεία. Στό πλαίσιο αυτό έκφρασης η αγαθοεργία σε οντολογικό επίπεδο θεωρείται ότι μπορεί να συντελεστεί έξω από όρους ανταλλαγής μόνο από αυτόν πού είναι το ίδιο το αγαθό και να προκαλέσει τους ανθρώπους στην αγαθοπραξία.
- Ο κόσμος γέμισε με τα θαύματα του
Αυτό πού πονά τον δαίμονα πρώτ' απ' όλα είναι η αίσθηση της αυτοδιάθεσης του Χριστού για τη θεραπεία του κόσμου, για το γεγονός ότι ο κόσμος όλος γέμισε με τα θαύματα του. Πονά μάλιστα ως εκ τούτου ένδοθεν τον βαθύ πόνο από την πληροφόρηση ότι οι ιατρευθέντες «δωρεάν ιατρεύθησαν» (2. 3). Ο εκδότης, και μεταφραστής στα ιταλικά, των κοντακίων του Ρωμανού R. Μaisano2 συνδέει, όχι άστοχα, την εικόνα του ανοιχτού ιατρείου με εκείνη του ανοιχτού τάφου. Έτσι προφανώς ο ποιητής μεταφορικά φέρνει κοντά την προ της αναστάσεως δωρεάν ιατρεία στους ανθρώπους με τη δωρεάν ιατρεία της ανθρωπότητας από το γεγονός της ανάστασης του Χριστού.
Βεβαίως, όπως και τα συγκεκριμένα θαύματα πού αναφέρονται στον πρώτο οίκο, έτσι και η ανάσταση είναι μία δωρεάν ιατρική επέμβαση (συγκατάβαση) του Θεού στην ανθρώπινη ιστορία. Ο Χριστός του Ρωμανού, όπως τονίζει σκόπιμα με το εφύμνιο του ποιήματος, είναι «ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών». H αναφορά, λοιπόν, του Ρωμανού στη δωρεάν υπόσταση της σωτηρίας και η σύνδεση της με την ιατρική ορολογία, δείχνει την ποιοτική σημασία της σωτηρίας του ανθρώπου μέσα στη φθειρόμενη φύση του από τον ίδιο τον δημιουργό του και την αντίδραση του Μελωδού στην ποσοτική θεώρηση της θεραπείας του ανθρώπου με όρους ανταλλαγής και έκπτωσης στη διαφθορά.
- Η οικουμένη γεμάτη με τα δαιμονικά δράματα και ρήματα
Στόν 3° οίκο ο δαίμονας συγκαλεί τους δικούς του, τους «φίλους της ζάλης» και τους «εχθρούς της γαλήνης» και ζητά τη συμβουλή τους: Τί να κάνει με τον Χριστό; Τους λέγει: «Δοτέ λογισμόν τη διάνοια μου· και γαρ συνεχύθην, απόλωλα,/ ουδέν ενθυμούμαι, ου γαρ δυνάμιν/ κατεπλάγην, ημαυρώθη μου ο νους· εξαίφνης εθάμβησέ με/ ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών».
Οι δικοί του, οι φίλοι του πλάνου, προσπαθούν να του δώσουν θάρρος και του φωνάζουν: Βελίαρ, μη δειλιάζεις, έχε θάρρος και δυνάμωσε τον νου σου. Να θυμάσαι τα παλιά σου κατορθώματα! Φρεσκάρισε στη μνήμη σου όσα -γένηκαν στην παράδεισο/ Αν πάλι κολληθείς στους γιους του Κάιν, θα θανατωθεί δόλια (ενν. ο Χριστός), όπως ο Άβελ.
Παραστατικότατος ο Ρωμανός και στον επόμενο οίκο αφήνει τους δόλιους συμβουλάτορες του δαίμονα να τον ενθαρρύνουν λέγοντας πώς είναι γεμάτος ο κόσμος με απόγονους του φονιά Κάιν, ότι εκεί είναι ακόμη ιερείς και γραμματείς, Ιούδας και Καϊάφας. Του λέγουν να μην αποθαρρύνεται σαν να μην του έμειναν φίλοι στον κόσμο, αφού ο Ηρώδης είναι φίλος του διάπυρος και ο Πιλάτος τον συντρέχει. Του λένε να μην κλαίει, αφού είναι γεμάτη με δικά του δράματα όλη η οικουμένη3. Τον βεβαιώνουν δηλαδή ότι είναι ο δραματουργός του κακού.
Ο δαίμων δέχεται βέβαια με ευχαρίστηση τους λόγους των συμβούλων του και δηλώνει κατόπιν εύχαρις τη συνδρομή του στους Ιουδαίους, διδάσκοντας τους να πουν «Σταυρωθήτω» (7. 7). Έτσι τους εξαρτά ουσιαστικά στο αρχέκακο έργο του και παρουσιάζεται από τον ποιητή να προσεγγίζει το ιουδαϊκό συνέδριο των επικριτών του Χριστού εμψυχώνοντας την απόφαση για το επερχόμενο πάθος του.
Εδώ ο Ρωμανός χρησιμοποιεί την ωραία έκφραση «νυξ νυκτί αναγγέλλει γνώσιν την ζοφοφόρον» (9. 1), αφού πλέον οι Ιουδαίοι στον διάλογο πού αναπτύσσουν με τον δαίμονα τον ελαφρύνουν από την κακόβουλη φροντίδα του βεβαιώνοντας τον: «α είχες τελέσαι, ετελέσαμεν/ μηδέν σοι μελήσεν αμερίμνησον/ παρεδόθη και ηρνήθη Ιησούς,/ εδέθη, εδόθη Πιλάτω» (9. 4-7). Η γνώση πού είναι ζοφοφόρος, ως έκφραση, προτείνει, κατά τη γνώμη μου, την εσώτερη αναζήτηση από τον λειτουργούμενο πιστό της ζωηφόρου γνώσης πού εκδηλώνει ο Χριστός ως θεϊκό πρόσωπο.
Εδώ τον λόγο έχουν οι δαιμονικές δυνάμεις, στις όποιες συμπράττουν οι Ιουδαίοι, ανοίγοντας διάλογο με τον πλάνο, πού τους απαντά ότι δεν τους θεωρεί ράθυμους και γι' αυτό ήρθε να τους συντρέξει. Οι ίδιοι, όμως, έχουν τελέσει ήδη όσα θα 'πρεπε να είχε τελέσει ο ίδιος ο κακός. Προκρίνει έτσι ο δαίμων τη γνώση του ότι οι δικοί του δείχνουν σπουδή σε αυτά τα πράγματα. Προτρέχουν του αρχέκακου, υποστασιοποιώντας το κακό. Τους θυμίζει έτσι ο ίδιος ο δαίμων τα πρώτα κακά πού έπραξαν, όταν δηλαδή έφαγαν το μάννα (Εξ. 16, 1 εξ.) και ήπιαν το γάλα (Δευτ. 31, 20 και 32, 13-15)4 αρνούμενοι τον Θεό και φθάνοντας στην ψευδολογία. Έξαλλου, ήταν αυτοί πού προτίμησαν τον μόσχο αντί του Θεού (Εξ. 32,1 εξ.).
Η ψυχογραφική ανάλυση πού επιχειρεί ο Ρωμανός στο δραματικό του ποίημα δηλώνει τον δημιουργό πού περιγράφει τον δαιμονικό άνθρωπο και, βέβαια, όχι απλά τον ιουδαίο πού στο προκείμενο σκηνικό σκιαγραφείται. Ο δαίμονας εδώ «απολογείται» για τον στρατό του (οίκος 11) ενώπιον των κατηγόρων του Χριστού. Τους λέει ότι είναι «ημέτεροι εξ όλης διανοίας» (11. 2), δηλαδή δικοί του με όλη τη διάνοια. Τους θυμίζει ότι τον μισούν (οι δικοί του) μόνο «τω στόματι» (11. 3)5, δηλαδή στα λόγια, πράγμα πού τον χαροποιεί. Τον χαροποιεί διότι αυτή η συμπεριφορά λειτουργεί ως σχήμα, δια του οποίου οί δικοί του συναρπάσουν πολλούς. Ενώ, λοιπόν, ο δαίμων φαίνεται έτσι να μισείται από τους δικούς του μόνο στα λόγια, ο Χριστός («ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών», όπως επαναλαμβάνει το εφύμνιο) μισείται και διώκεται με έργα, έμπρακτα.
Προτρέπει μάλιστα ο δαίμων τους δικούς του να μην «σφίξουν» τα ρητά του Μωσέως πού «κρατούν» μέσα στη διάνοιά τους. Τονίζει έτσι «γλώσση και μη γνώμη περιφέρετε» (ενν. τα ρητά Μωσέως), και τους παρακινεί να κρατούν τα βιβλία με τα χέρια, όμως με τας φρένας να μην τα θίγουν τα ρήματα αυτά, να μην τα βάζουν δηλαδή στην καρδιά τους6. Τους θέλει «αναγνώστας και μη γνώστας των γραφών» (12. 6).
Μ' αυτά τα λόγια ο «πλάνος» στήριξε τους «ανόμους»7 θέτοντας, όμως, έτσι, κατά τον Ρωμανό, θεμέλια πάνω στην άμμο. Κίνησε, λοιπόν, κατόπιν να παρακινήσει και τον θάνατο λέγοντας του: «Ανάστηθι,/ και οις απαγγέλλω επευφράνθητι·/ παρεδόθη και ηρνήθη Ιησούς·/ εδέθη, εδόθη Πιλάτω» (13. 4-7). Ξεκινά, λοιπόν, εδώ μία στιχομυθία δαίμονα και θανάτου γύρω από το πρόσωπο του Χριστού με ιδιαίτερη θεολογική σημασία.
- Ο δαίμονας στον θάνατο: διάλογος του σκότους
Ο θάνατος βλέπει χαίροντα τον δαίμονα να τον προσεγγίζει, όμως ο ίδιος διακατέχεται από οδύνη. Με την έκφραση «φιμώσαι με έχει εν τω θάπτεσθαι» δείχνει για το εαυτό του πόσο του στοίχισε (και θα του στοιχίσει) η σιωπή του Χριστού ενώπιον του Πιλάτου. Φοβάται δηλαδή ο χαιρέκακος τη σιωπή αυτή του Χριστού μπροστά στην κοσμική εξουσία, μπροστά δηλαδή στην ψευδοεξουσία, και γι' αυτό λέει πώς, αν στον Πιλάτο δεν λάλησε ρήμα, τότε σχεδιάζει να σαλεύσει τα κάτω, να κάνει δηλαδή άνω κάτω τον αδη (14. 6-7).
Ο δαίμων γελά με τον θάνατο («γέλωτος ενεπλήσθη», 15. 1). Βρίσκει δειλή τη συμπεριφορά του και του λέει ενθυμήματα πού δεν πιστεύω ότι θα έδιναν θάρρος σε έναν ήδη δειλιασμένο: «Ήδη σε και άτονον και άθλιον/ εκ των του Λαζάρου επίσταμαι,/ και εκ των άλλων απάντων ων αφήρησαι,/ ότι τρέμεις και την φήμην Ιησοὐ/ και δούλον σε αχρείον έχει/ ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών».
Ο δαίμων, λοιπόν, του θυμίζει του θανάτου αυτούς πού ο Χριστός του πήρε μέσα από τα χέρια και ουσιαστικά με αυτά πού του λέει δείχνει ο ίδιος αδυναμία και μάλλον μεγαλώνει έτσι την εκδηλούμενη δειλία του συνομιλητή του. Έτσι στον επόμενο οίκο ο θάνατος χαρακτηριστικά του απαντά ότι «Νυν ονειδίζων με λέγεις όπερ λέγεις, ώ Δράκον,/ εγώ δε πλέον οίδά σε φοβούμενον και τρέμω·/ οίδα και δονούμενον και τρέμοντα» (16. 1-3). Τον ρωτά, λοιπόν, στους επόμενους στίχους: Δεν είσαι εσύ πού σε εξεδίωξε (ενν. ο Χριστός) από τα μνήματα (Ματθ. 8, 28); Δεν σ' έδιωξε από τη Χαναναία (Ματθ. 15, 21-28); Δεν σε χώρισε από τον άλαλο και κωφό (Μαρκ. 9,14-29);
Ομολογούν δηλαδή εν δραματικώ διαλόγω ο ένας στον άλλον τις πικρές εμπειρίες τους στη συνάντηση και εμπειρία τους με τον αγαθοεργό Χριστό. Εννοούν την α-νυποστασία τους ενώπιον του. Όμως, παρόλο πού ο δαίμων δείχνει να μην τα αγνοεί όλα τούτα («Ουκ αγνοώ όπερ λέγεις· έγνων και παρά γνώμην,/ ότι αήττητος Χριστός εν φύσει νικωμένη»8,17.1-2), ωστόσο είναι πείσμων και «της πάλης ουκ αφίσταται». Δηλώνει πώς άρχισε το σκάμμα κι ό, αν εκφύγει, θα ντροπιαστεί. Το ίδιο πρέπει να κάνουν κι οι Ιουδαίοι (17.4-7).
Εδώ πρόκειται για το πείσμα της δαιμονικής αντιστράτευσης και εναντίωσης στη θεϊκή δωρεάν αγάπη και θεραπεία, πού αναφέρεται από τον Ρωμανό στο ακροατήριο του προφανώς και με ποιμαντική στοχοθεσία και προοπτική. Σίγουρα θέλει να δείξει την τραγική διάσταση της θεομαχίας στη ζωή του πλανεμένου δαίμονα, μα και του πλανώμενου ανθρώπου πού ζει και καταλαβαίνει την ιατρεία μόνο μέσα από ορούς ανταλλαγής και εγωπαθούς ωφελιμισμού.
Ο πολυμήχανος, λοιπόν, όπως αποκαλεί τον δαίμονα, ο θάνατος (19. 3), ετοιμάζεται να πάει προς «τους τα πάντα τολμώντας» Ιουδαίους και να αντιταχθεί στον Βηθλεεμίτη «την αυθάδειαν αυτών φορών ως θωρακείον» (18. 2-3). Παραδέχεται ότι πάντα η Βηθλεέμ του «αντίκειται», του πάει κόντρα, θα έλεγε σήμερα η λαϊκή γλώσσα. Παραδέχεται ότι το γέννημα της Βηθλεέμ πάντοτε τον βλάπτει («αεί βλάπτει με», 18. 5). Θυμάται τον Δαβίδ και τη φυγή του εξαιτίας του Δαβίδ και των απογόνων του (Β' Σαμ. 23, 14-17)9. Στην κίνηση δε να φύγει προς τους Ιουδαίους ο θάνατος, για να πάει δηλαδή ο πικρός προς τους κακούς (19. 1), «επήρεν άνω την φωνήν ο θάνατος και είπε» πώς δεν πρέπει να τον υπολογίζει στο τόλμημα του αυτό. Του τόνισε πώς μόνο «εάν νεύση» θα προσεγγίσει ο ίδιος τον σταυρό, διότι ξέρει ήδη πώς «εί μη θελήσει, ου θνήσκει» (19. 6-7).
Όπως πιο πάνω δηλαδή ο δαίμονας παραδέχεται ότι είναι ο «αήττητος Χριστός εν φύσει νικωμένη», παραδεχόμενος έτσι τη θεολογική αλήθεια της ενυποστασίας της ανθρώπινης σάρκας στον ίδιο τον Θεό, έτσι κι εδώ, ο θάνατος, τονίζει μία άλλη σπουδαία δογματική αλήθεια πού συμπορεύεται με την παραπάνω: ότι δεν πάσχει αναγκαστικά ο Χριστός σαν να ήταν ένας απλός άνθρωπος, αλλά πάσχει θέλων στη σάρκα του, εφόσον στη θεότητα του είναι απαθής ως Θεός. Επιβεβαιώνεται με όλα αυτά τα λεγόμενα η πίστη της εκκλησίας πού προβάλλει ο Ρωμανός κατά δημιουργικό τρόπο όχι μέσα από τα λόγια αγίων μορφών, αλλά των ίδιων των δυνάμεων του σκότους πού έρχονται σε εμπειρία με τη θεϊκή υπόσταση του Χριστού.
Ο δημιουργός ποιητής, συνεπώς, πλάθει το δραματικό του ποίημα όχι απλά προς τέρψη των αισθήσεων με τον λόγο και το μέλος, αλλά και για να εκθέσει με παραστατικό τρόπο την εκκλησιαστική πίστη, η οποία αντιτασσόταν στον αιρετικό τρόπο σκέψης της εποχής του.
- Το ξύλο του σταυρού: «ουδέν ηδικήθη Ιησούς εκ του πάθους» (22. 1)
Ο δαίμονας βέβαια, αφού διεπίστωσε τον φόβο του φίλου του θανάτου, προσήλθε στους Ιουδαίους βρίσκοντας όσα ζητούσε. Πράγματι, αυτοί τον έφεραν μπροστά σ' αυτόν πού υβρίσθηκε, μαστιγώθηκε και του έδειξαν αυτόν πού τόσο θόρυβο προκάλεσε, να ίπταται σαν «σάλπιγξ εν τω ξύλω» (20. 7). Του λένε μάλιστα ότι θα γελάσει με το νέο ότι ένας από τους ληστές πού μαζί με τον Χριστό σταυρώθηκε του φώναξε «Μνήσθητί μου, κύριε» (Λουκ. 23, 42). Μόλις ακούσε αυτό ο πονηρός, «εστύγνασε» (21. 4). Λυπήθηκε τόσο, πού έσκυψε την κεφαλή κραυγάζοντας: «Ει εν ξύλω μαθητάς χειροτονεί,/ εν τάφω παιδευτάς καθίσει» (21. 6-7).
Παραδέχεται, λοιπόν, ο αρχέκακος στον 22° οίκο ότι «ουδέν ηδικήθη ο Ιησούς εκ του πάθους». Όσο για τον εαυτό του πληθαίνουν μέσα του οι γόοι. Θυμάται μάλιστα τον φίλο του θάνατο, θεωρώντας τώρα καλή τη συμβουλή πού του είχε δώσει αυτός, πριν αναμετρηθεί έως τέλους με τον «εν φύσει νικωμένη» Χριστό. Του ζητά μάλιστα τώρα συμπόνια, να τον πάρει μαζί του, κάτω, να τον «παιδεύσει», αφού πια δεν μπορεί να υποφέρει τη ντροπή τη μεγάλη, την οποία έλαβε από το ξύλο (του σταυρού) δια του Χριστού.
ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ
Ο Ρωμανός συνηθίζει να κλείνει αναφορικά τα ποιήματα του με προσευχητική προοπτική. Εδώ έχει το κλείσιμο του ποιήματος του διδακτικό χαρακτήρα. Δηλώνει χαρακτηριστικά αυτό πού είδαμε, ότι «μη θελοντες οι άνομοι» διδάσκουν ότι ο σωτήρας των όλων ανθρώπων, μάλιστα των πιστευόντων, «βουλή έσταυρώθη και γνώμη ενεκρώθη» (23. 1-3). Φέρνει ως πειστήριο μάλιστα το γεγονός ότι δεν «κατέαξαν» τα σκέλη του Χριστού όπως στους άλλους δίπλα του (Μτθ. 27,50), πράγμα πού διδάσκει ότι ο Χριστός «άκων ουκ εγένετο εν νεκροίς», αλλά «εκών αφήκε το πνεύμα» (23. 5-7).
Στόχος, συνεπώς, του Μελωδού των Μελωδών ήταν να δημιουργήσει μέσα από τη δραματική πλοκή του κοντακίου του τις συνθήκες, ώστε διαλογικά να προβληθεί η ανωτέρω σημαντική δογματική αλήθεια, η οποία προκρίνει τον Χριστό με τη δύναμη της αυτοαγαθότητας ως αυθυπόστατο αγαθό και καταδεικνύει ουσιαστικά αδύναμο το δαιμονικό κακό.
Χρησιμοποιεί εσκεμμένα τον διάλογο με πρωταγωνιστές στο ποίημα αυτό τις σκοτεινές μορφές του δαίμονα και του θανάτου, οι οποἰες, αποδεικνύονται ανυπόστατες, εφόσον φωτίζουν ακόμα κι αυτές την αλήθεια για το πρόσωπο του αγαθοεργού Χριστού, αυτού πού ανακαλεί δίχως αντάλλαγμα με την ανάσταση του όλη την ανθρωπότητα στην όντως ζωή.
Υποσημειώσεις
- Για την αναφορά μου στο κοντάκιο του Ρωμανού «Τον ταπεινού Ρωμανού αίνος» (υιοθετώντας την τιτλοφόρηση «εις την σταύρωσιν» από την έκδοση των Ρ. Cantici di Romano il Melodo (νοl. Ι), Τorino 2002, σσ. 464-475. Τόσο για την ένδειξη της στροφής όσο και για τον στίχο χρησιμοποιώ την αραβική αρίθμηση. Στην ανάλυση παραθέτω αυτούσια, σε εισαγωγικά, τη μελωδογραφία του Ρωμανού, και σε πλάγια γραφή δικές μου αποδόσεις των στίχων του. Ο αναγνώστης πού χρειάζεται και μία μεταφραστική απόδοση των ύμνων στα νεοελληνικά μπορεί να συμβουλευθεί την αξιόλογη προσπάθεια στους ύμνους του Ρωμανού από τον αρχιμ. Ανανία Κουστένη, Ύμνοι Ρωμανού Μελωδού, Αθήνα 2011, σσ. 412-427.
- Βλ. ΜΑΙSΑΝΟ, Cantici Ι, σ. 465, υπ. 2.
- «Πολλών σου γέμει δραμάτων η οικουμένη» (6. 1).
4 Εδώ ο R. ΜΑΙSΑΝΟ θεωρεί δτι μπορεί να υπονοείται από τον ποιητή και η θεϊκή διδασκαλία (Α' Κορ. 3, 2 και Εβρ. 5,12).
- Βλ. και Ψαλ. 77,36.
6 Την επεξήγηση παίρνω από την ιταλική μετάφραση του R. Μaisano:«... tra le mani tenete la Bibbia ma con il cuore non la sfiorate neppure» (Cantica I, a. 471).
- Το «ανόμους» εν προκειμένω παραπέμπει ειρωνικά στη νύξη πού έγινε στον προηγούμενο οίκο, οπού έλεγε ο δαίμων στους Ιουδαίους: «Ρητά του νόμου Μωσέως βλέπω ὀτι κρατείτε».
8 Για τη δογματική σημασία της έκφρασης αυτής βλ. Ι. Γ. ΚΟΥΡΕΜΠΕΛΕΣ, Ρωμανού Μελωδού Θεολογική Δόξα, Θεσσαλονίκη 20102, τη δεύτερη μελέτη.
- Είναι εμφανές εδώ ότι ο Ρωμανός συνδέει μέσα από την παρουσία του Λόγου (ως άσαρκου, με τύπο τον Δαβίδ, και σαρκωμένου, με την ενσώματη παρουσία του ενώπιον του θανάτου) την Π. με την Κ. Διαθήκη.
τέλος σχολίων