Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής ΑΠΘ,
Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων
Ποιο είναι το αίτιο, που οι πολιτικοί χάνουν την εμπιστοσύνη των πολιτών και δημιουργείται κρίση στις μεταξύ τους σχέσεις;
Το πρώτο και κύριο, κατά τη γνώμη μας, είναι ότι αθετούν τον όρκο τους; Ως γνωστό, οι Έλληνες Βουλευτές ορκίζονται ως εξής: «Oρκίζομαι, στο όνομα της Aγίας και Oμοούσιας και Aδιαίρετης Tριάδας, να είμαι πιστός στην Πατρίδα και το δημοκρατικό πολίτευμα, να υπακούω στο Σύνταγμα και τους νόμους και να εκπληρώνω ευσυνείδητα τα καθήκοντά μου».
Είναι σαφές ότι η αναφορά στον Τριαδικό Θεό δείχνει και υπογραμμίζει τη σχέση του πολιτικού έργου με την χριστιανική πίστη και το πνευματικό και ηθικοκοινωνικό της περιεχόμενο.
Η αναφορά επίσης στην πίστη προς την πατρίδα και το δημοκρατικό πολίτευμα, στην υπακοή στο Σύνταγμα και τους νόμους καθώς και στην ευσυνείδητη εκπλήρωση των καθηκόντων του, φανερώνει τον χαρακτήρα του υψηλού και ενάρετου περιεχομένου του έργου του υπέρ του ελληνικού λαού.
Ιδιαίτερα, η ένορκη υπόσχεση εκπλήρωσης των καθηκόντων, όχι απλώς με βάση τη συνείδηση, αλλά με βάση την καλή συνείδηση (ευσυνειδησία), αυξάνει τις προσωπικές ευθύνες του κάθε πολιτικού και συμβολίζει την αφοσίωσή του στις ελληνικές αξίες, τις παραδόσεις και το ήθος που καλείται να διατηρεί, ως πρότυπα συνταγματικής και έννομης τάξεως στην πολιτική του ζωή και διακονία.
Γι’ αυτό και δεν μπορεί κανείς πολιτικός να ασκήσει τα καθήκοντά του, εάν πρώτα δεν ορκιστεί και δεν δώσει την επίσημη υπόσχεση και ομολογία του, δημοσίως, ενώπιον των πολιτικών και εκκλησιαστικών αρχών ότι θα υπηρετήσει, με πίστη, αφοσίωση και αγαθή συνείδηση, τη θέση και το αξίωμα που του εμπιστεύεται ο κυρίαρχος λαός.
Γιατί, όμως, υπάρχει κρίση στην πολιτική; Μα είναι αυτονόητη η απάντηση. Γιατί κάποιοι από τους πολιτικούς δεν τηρούν τις υποσχέσεις που δίνουν κατά την Ορκωμοσία τους, αποσυνδέοντας το έργο τους από τις αρχές και τις αξίες, με τις οποίες είναι συνδεδεμένο, καθώς επιλέγουν, για λόγους ατομικών σκοπιμοτήτων, να υποτάξουν την ελευθερία και την προσωπική τους ανεξαρτησία σε εργαλειακά, κομματικά (ιδεοληπτικά) και συντεχνιακά συμφέροντα.
Το πιο σημαντικό αίτιο, όμως, είναι ότι μετατρέπουν την αποστολή τους, σε εργαλείο του συστήματος εξουσίας, με αποτέλεσμα να μεταλλάσσεται η πολιτική που ασκούν, από ευσυνείδητος τρόπος διακονίας των αναγκών και των προβλημάτων του λαού, σε μεθόδευση διατήρησης της εξουσίας και μετατροπής της σε εστία εξυπηρέτησης ατομικών συμφερόντων, γεγονός που επιδρά άμεσα στην απώλεια της αξιοπιστίας τους και της εμπιστοσύνης από όσους τους πίστεψαν.
Η διαστροφή αυτή είναι τόσο εμφαντική, που πολύ σύντομα καταλήγει σε υποτέλεια και σε αλλοτρίωση της ανθρώπινης ύπαρξης και, συνεπώς, σε παράχρηση ή κατάχρηση της ίδιας της πολιτικής.
Άλλωστε, δεν μπορεί να υπάρχει μια διαστροφική σχέση μεταξύ πολιτικής και ήθους, χωρίς να οδηγείται η πολιτική σε απογύμνωση και κατάπτωση. Οι πολίτες, γενικά, δεν συμφωνούν με τη διαφθορά και θέλουν την πολιτική να ακολουθεί μια γενική ηθική τάξη.
Ο Έλληνας Πολίτης, ως κοινωνικό ον, που σέβεται και αγαπά τον θεό και τον συνάνθρωπο και ως το μοναδικό πνευματικό δημιούργημα του Θεού είναι πλασμένος να ζει με αλήθεια, ελευθερία, ηθική τάξη, αγαθότητα και δημιουργικότητα και πληγώνεται η συνείδησή τους, έναντι της απάνθρωπης αταξίας, του οποιουδήποτε ανέντιμου πολιτικού λειτουργού.
Γι’ αυτό, άλλωστε συνδέεται λειτουργία της ενάρετης πολιτικής ζωής, με τη πίστη του πολιτικού προς τον Θεό, την αγάπη του προς την πατρίδα και τη δημοκρατία και την υπακοή του στη δικαιοσύνη.
Αν στις μέρες μας, εξασθενεί η αληθινή δημοκρατία, ισότητα, ελευθερία και δικαιοσύνη, αυτό οφείλεται στην κακοποίηση της πολιτικής από κάποιους πολιτικούς, οι οποίοι λησμονούν ότι είναι, εξ’ ορισμού, καθρέφτες της κοινωνίας.
Η όλο και πιο πολύ αυξανόμενη αδιαφορία και αποχή από την πολιτική, που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα στις νεότερες ηλικίες, εκφράζει τα αισθήματα δυσφορίας, απαξίωσης και έλλειψης εμπιστοσύνης στη μερίδα εκείνη των πολιτικών, που συμπεριφέρονται, χωρίς πίστη, συνείδηση και σεβασμό, καθώς τους βλέπουν να ορκίζονται τυπικά πως θα έχουν αγάπη και πίστη στην πατρίδα, ενώ, στη συνέχεια, να αθετούν τον όρκο τους και να εξαπατούν τον λαό.
Ωστόσο, η επιλογή της μεγάλης πλειονότητας των πολιτικών, να ορκίζονται με θρησκευτικό όρκο στην Αγία Τριάδα, φανερώνει τη σχέση που ομολογούν και αποδέχονται ότι έχουν με την χριστιανική ζωή και τα πρότυπά της, τα οποία, όμως, δυστυχώς απαξιώνουν.
Ο Απ. Παύλος, στην προς Φιλιππησίους Επιστολή, παραγγέλλει στους πιστούς τον τρόπο ζωής όλων όσων πιστεύουν: «Το λοιπόν, αδελφοί, όσα εστίν αληθή, όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα αγνά, όσα προσφιλή, όσα εύφημα, εί τις αρετή και εί τις έπαινος, ταύτα λογίζεσθε» (Λοιπόν αδελφοί, όσα είναι αληθινά, όσα είναι τίμια και σεβαστά και ευάρεστα στον Θεό και τους ανθρώπους, όσα έχουν και δίδουν καλή φήμη και υπόληψη, κάθε αρετή και κάθε τι το άξιον επαίνου, αυτά μόνον να συλλογίζεστε) (Φιλιπ. 4, 8).
Στην προς Τίτον Επιστολή του, ακόμη, αναφέρει, πως χρέος και αποστολή όσων πιστεύουν στον Θεό είναι «ίνα φροντίζωσι καλών έργων προΐστασθαι» (Τίτ. 3,8).
Το πρόβλημα, συνεπώς, όσων αναλαμβάνουν να πολιτεύονται, υπό το βλέμμα της Αγίας Τριάδος, είναι να πρωτοστατούν σε καλά έργα, ευάρεστα στην Αγία Τριάδα. Ωστόσο, στο πέρασμα του χρόνου, οι πολιτικοί στην Ελλάδα, φαίνεται να αθετούν την υψηλή αποστολή, που αναλαμβάνουν κατά την ορκωμοσία τους.
Ο Αλ. Παπαδιαμάντης (1851 -1911) σημειώνει για τους πολιτικούς της εποχής του: «Η Ηθική και η Πολιτική, δεν ταιριάζουν. Οι υπεύθυνοι για την πολιτική φαυλότητα, είναι αδίστακτοι, πονηροί, πολυμήχανοι, αμοραλιστές και εκβιαστές. Παρουσιάζουν το έγκλημα σαν αρετή, την αλήθεια σαν ψέμα. Ξεγελούν τον κόσμο, γιατί κατέχουν καλά την ψυχολογία του όχλου, του δύσμοιρου λαού και τον χειραγωγούν». Οι πολιτικοί, γι’ αυτόν, δεν κάνουν καμιά άμυνα υπέρ της Πατρίδας, καθώς, όπως τονίζει: «Άμυνα περί πάτρης θα ήτο η ευσυνείδητος λειτουργία των θεσμών, η εθνική αγωγή, η χρηστή διοίκησις, η καταπολέμησις του ξένου υλισμού και πιθηκισμού, του διαφθείροντος το φρόνημα και εκφυλίσαντος σήμερον το έθνος, και η πρόληψις της χρεοκοπίας». Μάλιστα, στην εφημερίδα «Ακρόπολις», το 1896, γράφει με περίσσευμα απαισιοδοξίας τα εξής: «Η γενεαλογία της πολιτικής είναι συνεχής και γνησία, κατά τους προγόνους. Η αργία εγέννησε την πενίαν. Η πενία έτεκεν την πείναν. Η πείνα παρήγαγε την όρεξιν. Η όρεξις εγέννησε την αυθαιρεσίαν. Η αυθαιρεσία εγέννησε την ληστείαν. Η ληστεία εγέννησε την πολιτικήν. Ιδού η αυθεντική καταγωγή του τέρατος τούτου. Τότε και τώρα, πάντοτε η αυτή. Τότε διά της βίας, τώρα διά του δόλου».
Όμως, υπάρχει και ο έντιμος Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας, ο οποίος έλεγε: «Τα αξιώματα είναι τιμητικά και ο αναμειγνυόμενος στην πολιτείαν δεν κάνει εμπορικήν επιχείρησιν. Περιόρισα τα έξοδα δια εμέ και τον υπηρέτην μου εις 60 Φράγκα τον μήνα και όλον τον υπόλοιπον μισθόν μου τον διαθέτω δια την Ελλάδα».
Στην εποχή μας, συνεπώς, ο αγνός Έλληνας, που, κατά τον Ελύτη, θέλει «να υποστηρίξει μια εναλλακτική πρόταση, για μια στάση ζωής που αναζητά την ουσία και δεν μένει μόνο στην επιφάνεια και την ύλη», δυσκολεύεται να βρει πολιτικούς της εμπιστοσύνης του, καθώς όπως τονίζει ο Ελύτης: "δεν τολμάς να τραβήξεις μια από τις αξίες που πιστεύεις ότι ικανοποιούν την εθνική σου φιλαυτία και βλέπεις να βγαίνουν μαζί της ένα σωρό άνθρωποι των Χρηματιστηρίων, που ανεβοκατεβαίνουν στην Κόλαση, όπως στο σπίτι τους. Δεν κοιτάς να αγγίξεις μιαν από τις αξίες που ικανοποιούν τα αισθήματα σου για κοινωνική δικαιοσύνη και βρίσκεσαι να "κάνεις πορεία" με ένα συρφετό ανθρώπων που δεν έχουν δική τους σκέψη αλλά την περιμένουν από τον καθοδηγητή τους".
Όταν, λοιπόν ένας Παπαδιαμάντης και ένας Ελύτης ομολογούν με ακράδαντα στοιχεία ότι αδυνατούν να εμπιστευθούν τους φαύλους πολιτικούς, οι Έλληνες έχουν δύο λύσεις: Είτε να αναμένουν και να προσεύχονται έως να μετανοήσουν οι επίορκοι πολιτικοί, είτε να τους αλλάξουν με την πρώτη ευκαιρία! Ο καιρός που οι επίορκοι πολιτικοί εξαπατούσαν τον λαό αλλά ο λαός συνέχιζε να τους εμπιστεύεται πέρασε ανεπιστρεπτί.
τέλος σχολίων