Το Μάθημα των Θρησκευτικών

Μήνυμα μιας σύγχρονης Μήδειας προς την οικογένεια

Μήνυμα μιας σύγχρονης Μήδειας προς την οικογένεια

Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής ΑΠΘ,

Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων

Το άκουσμα και μόνον μιας παιδοκτόνου μητέρας υψώνει μπροστά μας ένα σήμα κινδύνου και απειλής για την ανατροπή του τεκμηρίου της ανιδιοτελούς μητρικής αγάπης, το οποίο αποτελεί, εδώ και αιώνες, ένα σταθερό στήριγμα των ανθρώπων και των λαών.

 Στην προ Χριστού περίοδο, η παιδοκτονία αποτελούσε μια αποδεκτή και, γενικά, διορθωτική ενέργεια, προκειμένου να ελεγχθεί το μέγεθος της οικογένειας, να απομακρυνθούν τα αδύναμα, μη εύρωστα, ανάπηρα και ανεπιθύμητα τέκνα.

Η χριστιανική πίστη, ωστόσο, θεωρεί την τεκνογονία ευλογία Θεού, που ανοίγει έναν ακόμη δρόμο δημιουργικότητας, στον οποίο καλούνται να πορευθούν οι γονείς, με πίστη, αγάπη, θάρρος και αισιοδοξία, γνωρίζοντας ότι τα τέκνα τους είναι επίσης τέκνα Θεού (Ρωμ. 8, 16) και ότι, στη ζωή τους έχουν, εκτός από τη γονεϊκή φροντίδα, την ευλογία και τη βοήθεια τόσο του ουράνιου Πατέρα, Θεού και Δημιουργού τους όσο και της Μητέρας όλων των ανθρώπων, που είναι η Παναγία.

Στον σύγχρονο κόσμο, η Επιστήμη, με την πρόοδο της Ψυχολογίας και της Ψυχανάλυσης, έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι παιδοκτόνες μητέρες έχουν κάποια ψυχική διαταραχή, που σχετίζεται με προβληματικές σχέσεις, με άσχημες οικονομικές συνθήκες, με την έλλειψη συναισθηματικής και κοινωνικής πληρότητας ή με την αδυναμία εξεύρεσης λύσεων στα προσωπικά κοινωνικά και άλλα προβλήματα της ζωής.

Υπάρχουν πολλές μορφές παιδοκτονίας. Ωστόσο, η μητρική  παιδοκτονία, προκαλεί το ενδιαφέρον και την κοινωνική φρίκη και οδύνη, διότι η πατροπαράδοτη και εξιδανικευμένη αποδεκτή εικόνα  - σύμβολο της μητέρας, είναι αυτή, που, με ανιδιοτελή και άμετρη αγάπη, θυσιάζεται για τα παιδιά της.

 Έτσι, μια παιδοκτονία, με θύτη τη μάνα, αποτελεί μια γενική ψυχική και κοινωνική ανατροπή και προξενεί αλγεινή εντύπωση στην κοινή γνώμη και συνείδηση όλων, ως γεγονός που δεν χωράει στα ανθρώπινα μέτρα και αισθήματα, καθώς θεωρείται ανέλπιστο, ανεπιθύμητο, ακατανόητο, έξω από τα πολιτισμικά και θρησκευτικά πρότυπα.

Το πρότυπο της αγάπης της μάνας, ειδικότερα στο πλαίσιο των ελληνικών αξιών, βρίσκεται στον υψηλότερο βαθμό ανθρώπινης αγάπης και γι αυτό θεωρείται αδύνατο να προσαρμοστεί στην ανθρώπινη λογική η εικόνα μιας μάνας, που η ίδια οργανώνει τον θάνατο των παιδιών της, στοχεύοντας στην εργαλειοποίηση του θανάτου τους, για την επίτευξη άλλων επιδιώξεών της.

Πώς προσεγγίζεται, όμως, αυτό το γεγονός της σύγχρονης Μήδειας; Σε πανανθρώπινο επίπεδο, έχει καταγραφεί το λεγόμενο σύνδρομο Munchausen, σύμφωνα με το οποίο η παιδοκτόνος μητέρα σκηνοθετεί ή προκαλεί η ίδια, σταδιακά και συστηματικά, κάποια νόσο  ή ακόμη και τον θάνατο των παιδιών της.

Η μητέρα, που έχει αυτό το σύνδρομο, επιδεικνύει, ταυτόχρονα, τεράστιο ενδιαφέρον για  τη βελτίωση της νόσου ή της βλάβης που η ίδια προξενεί, θέλοντας, έτσι, να αποπροσανατολίσει τις αρχές και την κοινωνία και να απομακρύνει τα οποιαδήποτε ίχνη υποψίας ότι γνωρίζει κάτι ή ότι αυτή ευθύνεται για την αιτία της νόσου ή του θανάτου των παιδιών της.

Μελέτη της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Νότιας Καρολίνας, για τις παιδοκτόνες γυναίκες, έδειξε ότι οι περισσότερες από αυτές, την περίοδο του φόνου, είχαν προσωπικά προβλήματα ή βίωναν αγχωτικές  ή συναισθηματικά φορτισμένες καταστάσεις.

 Μεταξύ των κινήτρων, που τις οδήγησαν στο έγκλημα, αναφέρονται η ψυχική ασθένεια της μητέρας, η εκδίκηση, προκειμένου να τιμωρηθεί κάποιος τρίτος και, πολύ συχνά, ο σύζυγος, το άγχος, η απόγνωση και το βάρος της ευθύνης για την ανατροφή των παιδιών ή, ακόμη, η υπερβολική αίσθηση στέρησης της ελευθερίας και της ανεμελιάς, που επιφέρει η μητρότητα.

Οι περιπτώσεις παιδοκτόνων μητέρων αποτελούν μια σειρήνα συναγερμού για όλες τις σύγχρονες οικογένειες, διότι είναι ανάγκη να γίνεται αναγωγή της προσωπικότητας μιας σύγχρονης Μήδειας στην ευθύνη της οικογενειακής ανατροφής.

Και τούτο, διότι είναι φανερό ότι πίσω από παιδοκτόνες μητέρες κρύβεται μια ελλειπτική ανατροφή και φροντίδα, κατά τη διάρκεια της παιδικής και νεανικής τους ηλικίας.

 Μια ενδεικτική περίπτωση λανθασμένης ανατροφής μπορεί να είναι, για παράδειγμα,  η καλλιέργεια του λεγόμενου αισθήματος  ή συμπλέγματος κατωτερότητας, μέσω του οποίου εμφυτεύεται, εντός της ψυχικής δομής ενός κοριτσιού, ένα αίσθημα απαξίωσης, ανεπάρκειας και ανικανότητας, που, σε μερικές περιπτώσεις, διατηρείται ή επιβαρύνεται, κατά την ενηλι­κίω­σή του και φανερώνεται μέσα από τα κενά,  ψυχικής ή κοι­νω­νικής φύσεως, που εμφανίζει μια μητέρα.

Στις περιπτώσεις μιας τέτοιας λειψής ψυχικής δόμησης, το κορίτσι, ήδη από πολύ μικρό, αισθάνεται ότι είναι ου­σια­­στικά κατώτερο έναντι των απαιτήσεων της ζωής και με αυτήν την αρχική αδυ­να­μία και ανικανότητά του, δομείται, καταρχάς, το αίσθημα κατωτερότητας που αναπτύσσεται μέσα του.

Το αίσθημα αυτό, ωστόσο, κατευθύνει και προσδιορίζει, καθοριστικά, την ψυ­χική του ζωή και μπορεί να εντοπισθεί,  αργότερα, όταν το κορίτσι γίνει μητέρα και νιώθει μη ολοκληρωμένη, ανίκανη και ανασφαλής για να αντιμετωπίσει μόνη της, την ανάπτυξη των δικών της τέκνων.

Έτσι, εκδηλώνοντας αυτό το μειονεκτικό αίσθημα φόβου ή ανασφάλειας, φανερώνει, με κάποιους τρόπους, την άρνησή της να λειτουργήσει ως μητέρα, ιδιαίτερα δε, όταν βιώνει έντονα, στο άμεσο περιβάλλον της, την αίσθηση του ενδεχόμενου να μείνει μόνη της, λόγω διαφορών και προστριβών με τον σύζυγό της.

Το αίσθημα κατωτερότητας και αδυναμίας, μάλιστα, σε συνδυασμό με το σύνδρομο Munchausen, είναι ενδεχόμενο να οδη­γή­σει σε ακραίας μορφής διαφυγή, όπως είναι η έμμονη ιδέα ή προσπάθεια παραίτησης ή απομάκρυνσης από τον ρόλο της μητέρας, μέσω αυτο­κτο­νίας ή εγκληματικής ενέργειας εναντίον των παιδιών της.

Από ορθόδοξης χριστιανικής πλευράς, σημειώνεται ότι το αίσθη­μα κατωτερότητας, ακόμη, οδηγεί τις μητέρες αυτές στην αδράνεια, στην απά­θεια, στην απαισιοδοξία, στην απελπισία και σε πράξεις, που δείχνουν ότι δεν αντέχουν να  επωμίζονται τον ευλογημένο ρόλο της μητρότητας και της ανατροφής.

Όμως, εκτός από το σύνδρομο κατωτερότητας, η μητέρα μπορεί να διακατέχεται και από μια μορφή ναρκισσισμού, που, ως ψυχοπαθολογική λειτουργία, συμπίπτει με την αυταρέσκεια ή τον αυτοθαυμασμό.

Ο ναρκισσισμός καλλιεργείται, κατά την παιδική και εφηβική ανατροφή και, ιδιαίτερα, όταν, με τη συνέργεια των γονέων, αναπτύσσεται σε υπερβολικά λανθασμένο βαθμό το Εγώ του κοριτσιού, με την εμφύτευση και καλλιέργεια μέσα στον ψυχικό του κόσμο, μιας πλασματικής πεποίθησης ότι οι συνομήλικοί του είναι κατώτεροι και υποδεέστεροί του.

Έτσι, η ανάπτυξη του Εγώ φτάνει σε τέτοια επικίνδυνα όρια, που κατα­λή­γει σε ακραίο ατομικισμό, ο οποίος μηδενίζει την κοινω­νι­κό­τη­τα και δημιουργεί προϋποθέσεις μη φυσικής λειτουργίας της προσωπικότητας της μέλλουσας μητέρας. Αυτό σημαίνει ότι, όταν ένα κορίτσι μαθαίνει, από πολύ ενωρίς, να μη λειτουργεί τις διαπροσωπικές του σχέσεις στο πνεύμα της αγάπης, της αμοιβαιότητας, της αλληλεγγύης και της αδελφοσύνης, διαταράσσεται η ανάπτυξη της υγιούς ψυχικής του δόμησης.

Το κορίτσι αυτό επιλέγει πρότυπα σχέσεων με τους άλλους και κυρίως με τους συνομήλικούς του, που οδηγούν σε μια νοοτροπία, που του δημιουργεί την εντύπωση να αισθάνεται ως ισχυρότερο, εξυπνότερο, καλύτερο και ικανότερο των άλλων, επιδεικνύοντας, μάλιστα, την πρόθεση υποτίμησης, κατεξουσιαμού ή εκμετάλλευσής τους.

Στη σύγχρονη έρευνα, επισημαίνονται τα επικίνδυνα χαρακτηριστικά του ναρκισσιστή, όπως, για παράδειγμα, η άμετρη επίδειξη των ικανοτήτων του, η επιδειξιομανία, η επιδίωξη της προσοχής και του θαυμασμού από τους άλλους, τα αισθήματα ανωτερότητας και η διαρκής κριτική και υποτίμηση των άλλων.

Σε κάθε περίπτωση, από χριστιανικής πλευράς, ο χαρακτήρας του ναρκισσιστή στερείται της απαιτούμενης πνευματικής υποδομής για την ανατροφή παιδιών καθώς, αγιογραφικά, η τεκνογονία και η ανατροφή εκλαμβάνονται ως θέλημα και ευλογία Θεού και αποτελούν ευκαιρία άσκησης στην ανιδιοτελή αγάπη, την ταπείνωση, την υπομονή, τη θυσία και την προσφορά προς τους άλλους.

Ο Απ. Παύλος, μάλιστα, υπογραμμίζει το πνευματικό πλεονέκτημα της μητρότητας, όταν λέγει ότι «η γυνή σωθήσεται διά της τεκνογονίας», εάν, φυσικά, τα τέκνα μείνουν, έως τέλους, «εν πίστει και αγάπη και αγιασμώ μετά σωφροσύνης» (Α΄ Τιμ. 2 11-15),  μέσα από την, «εν παιδεία και νουθεσία κυρίου», ανατροφή τους (Εφ. 6. 10).

Οι ικεσίες επίσης, που απευθύνονται στον Θεό, υπέρ των νεονύμφων, κατά το Μυστήριο του Γάμου, σκοπεύουν στο να νιώσει το ζεύγος ότι ο Θεός – Πατέρας είναι μαζί τους και ότι η εκ της συζυγίας τους παιδοποιῒα» είναι ευλογημένη, προκειμένου να έχουν «καρπόν κοιλίας, ευτεκνίας απόλαυσιν» και  να αξιωθούν να δουν «τέκνα τέκνων» (Ευχές Μυστηρίου Γάμου).  

τέλος σχολίων

ΠΕΘ
©2008-2024 ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΕΝΩΣΙΣ ΘΕΟΛΟΓΩΝ
Με την διαφύλαξη κάθε δικαιώματος που ο νόμος ορίζει.